Κρατική Ορχήστρα Αθηνών: Μπετόβεν μόνο

Μετά τον Μπετόβεν τίποτα δεν ήταν πια ίδιο. Εκείνος, κατάφερε να εκφράσει μουσικά διαχρονικά ζητούμενα καταργώντας στερεότυπα, τολμώντας, επηρεάζοντας, σφραγίζοντας, ανοίγοντας νέους δρόμους, όχι μόνο στον τρόπο που γράφονται αλλά και στον τρόπο που ακούγονται οι συνθέσεις λόγιας μουσικής. Εκείνος κατάφερε να προσδώσει αρχετυπικές διαστάσεις στα έργα του. Συνώνυμος της πρωτοπορίας, πάντα επίκαιρος. Στις 15 Δεκεμβρίου, η Κρατική Ορχήστρα Αθηνών παρουσιάζει τη συναυλία Μπετόβεν Μόνο, με τρία από τα δημοφιλέστερα έργα του σπουδαίου δημιουργού. Η βραδιά ανοίγει με την Εισαγωγή Έγκμοντ που γράφτηκε για το ομώνυμο θεατρικό του Γκαίτε. Ο συνθέτης, με αφορμή την τραγική ιστορία του Κόμη του Έγκμοντ, εκφράζει με τον πιο ανάγλυφο τρόπο τα ηρωικά ιδεώδη του αγώνα για ελευθερία και ανεξαρτησία. Στη συνέχεια, ο κορυφαίος Έλληνας βιρτουόζος Γιώργος-Εμμανουήλ Λαζαρίδης ερμηνεύει το περίφημο Πέμπτο Κοντσέρτο για πιάνο και ορχήστρα, γνωστό και ως «Αυτοκρατορικό». Ένα από τα πιο δημοφιλήέργα για πιάνο που διαχρονικά αποτελεί σημείο αναφοράς για τους πιανίστες. Το πρόγραμμα ολοκληρώνεται με την Έβδομη Συμφωνία. Δημιουργία, που σύμφωνα με τον Ρίχαρντ Βάγκνερ, «Αποθεώνει τον Χορό». Στο πόντιουμ, επιστρέφει ο καταξιωμένος αρχιμουσικός και συνθέτης Γιόαβ Τάλμι.

Το πρόγραμμα με μια ματιά

ΛΟΥΝΤΒΙΧ ΒΑΝ ΜΠΕΤΟΒΕΝ (1770–1827)

Εισαγωγή «Έγκμοντ», έργο 84

Κοντσέρτο για πιάνο και ορχήστρα αρ. 5 σε μι ύφεση μείζονα, έργο 73 «Αυτοκρατορικό»

Συμφωνία αρ. 7 σε λα μείζονα, έργο 92

ΣΟΛΙΣΤ

Γιώργος-Εμμανουήλ Λαζαρίδης, πιάνο

ΜΟΥΣΙΚΗ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ

Γιόαβ Τάλμι

Ώρα: 19:30 Δωρεάν εισαγωγική ομιλία για τους κατόχους εισιτηρίων

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ ΕΙΣΙΤΗΡΙΩΝ

Τιμές: 50€, 40€, 30€, 20€ και 15€ (εκπτωτικό) Online αγορά εδώ

Το σχόλιο του μαέστρου

Είμαι πολύ χαρούμενος που επιστρέφω στην Αθήνα για να διευθύνω ξανά την Κρατική Ορχήστρα Αθηνών, μετά από μια μακρά παύση λόγω της πανδημίας του κορωνοϊού. Και δεν υπάρχει καλύτερο πρόγραμμα από τρία σπουδαία έργα του αθάνατου Μπετόβεν. Η Εισαγωγή Έγκμοντ, το «Αυτοκρατορικό» Κοντσέρτο και η υπέροχη 7η Συμφωνία! Όλα γράφτηκαν μέσα σε τρία χρόνια: το «Αυτοκρατορικό» το 1809 (όταν ο Μπετόβεν ήταν 49 ετών), η Εισαγωγή Έγκμοντ το 1810 και η 7η Συμφωνία το 1811-12. Στον πυρήνα και των τριών έργων βρίσκονται οι δυνατές μουσικές αντιπαραθέσεις του Μπετόβεν με τον Ναπολέοντα, στο πλαίσιο των ευρωπαϊκών απελευθερωτικών πολέμων από την μακρόχρονη Ναπολεόντεια κυριαρχία. Επομένως και τα τρία αυτά έργα φέρουν το βάρος του δράματος, της μάχης και του αγώνα.

Για την ιστορία…

ΛΟΥΝΤΒΙΧ ΒΑΝ ΜΠΕΤΟΒΕΝ (1770 – 1827)

Έγκμοντ, Εισαγωγή, έργο 84

Ο Κόμης του Έγκμοντ (1522-1568) υπήρξε διακεκριμένος στρατιωτικός και διοικητής της Φλάνδρας σε μία περίοδο που οι Κάτω Χώρες βρίσκονταν υπό ισπανική κυριαρχία. Ο απεσταλμένος του Ισπανού βασιλιά στις Κάτω Χώρες Δούκας της Άλμπα κατηγόρησε και συνέλαβε τον Έγκμοντ ως αιρετικό, αφού αυτός είχε αντισταθεί στην εγκαθίδρυση της Ιεράς Εξέτασης στη Φλάνδρα. Στις 5 Ιουνίου 1568 αποκεφαλίστηκε, ενώ ο θάνατός του έδωσε αφορμή για μία εκτεταμένη εξέγερση κατά της ισπανικής αρχής. Η ιστορία του Έγκμοντ ενέπνευσε το ομώνυμο θεατρικό δράμα στον Γκαίτε, που ολοκληρώθηκε το 1788. Λίγο μετά την αποχώρηση του στρατού του Ναπολέοντα από τη Βιέννη (Οκτώβριος 1809) ο πάντα ουμανιστής και φιλελεύθερος Μπετόβεν, αφενός θαυμάζοντας τον μεγάλο Γερμανό ποιητή και το έργο του και αφετέρου έχοντας νωπές τις σκληρές μνήμες από τη γαλλική εισβολή στη Βιέννη, ανέλαβε να συνθέσει σκηνική μουσική για το ανέβασμα του Έγκμοντ στο Hoftheater της αυστριακής πρωτεύουσας, το οποίο και πραγματοποιήθηκε τελικά στις 15 Ιουνίου 1810. Η μουσική του Μπετόβεν αποτελείται από μία ορχηστρική εισαγωγή και εννέα κομμάτια, εκ των οποίων η Εισαγωγή διατηρεί ως σήμερα περίοπτη θέση στο συμφωνικό ρεπερτόριο. Επιτυγχάνει, μέσα σε λίγα λεπτά, να συνοψίσει όλο το έργο και -κυρίως- να εκφράσει με τον πιο ανάγλυφο τρόπο τα ηρωικά ιδεώδη του αγώνα για ελευθερία και ανεξαρτησία. Μία στιβαρή, αργή εισαγωγή ακολουθείται από ένα κυρίως τμήμα σε φόρμα σονάτας. Χειρονομίες απειλητικές, στοχαστικές, εκρηκτικές διαδέχονται η μία την άλλη, εκφερόμενες πάντα με ρητορική έμφαση, που ποτέ δεν εκπίπτει σε στόμφο. Η σχετικά εκτενής coda εκφράζει την πολυπόθητη εξέγερση κατά των δυναστών, μετά τον επιθανάτιο, φορτισμένο λόγο του Έγκμοντ προς τους συμπατριώτες του.

ΛΟΥΝΤΒΙΧ ΒΑΝ ΜΠΕΤΟΒΕΝ (1770 – 1827)

Κοντσέρτο για πιάνο και ορχήστρα αρ.5 σε μι ύφεση μείζονα, έργο 73 «Αυτοκρατορικό»

1. Allegro

2. Adagio un poco mosso –

3. Rondo: Allegro ma non troppo

Το 1809 Αυστρία και Γαλλία βρίσκονται αντιμέτωπες για τέταρτη φορά μέσα σε 18 χρόνια και στις αρχές Μαΐου ο στρατός του Ναπολέοντα βρίσκεται ήδη στα περίχωρα της Βιέννης εξαπολύοντας σφοδρή επίθεση για την κατάληψή της, η οποία τελικά θα επιτευχθεί για δεύτερη φορά (η πρώτη ήταν το 1805). Ο Μπετόβεν σε επιστολή του εκείνης της περιόδου περιγράφει τις δύσκολες ώρες για την αυστριακή πρωτεύουσα: «Τι ταραγμένη, άγρια ζωή γύρω μου! Τίποτε άλλο εκτός από τυμπανοκρουσίες, κανόνια, στρατιώτες, δυστυχία κάθε είδους.» Επιπλέον, η οικονομική κατάσταση του ιδίου έχει επιδεινωθεί λόγω της αύξησης της φορολογίας· έτσι, το ετήσιο επίδομα των 4000 φλορινιών, που τρεις φιλόμουσοι ευγενείς είχαν δεσμευτεί να του προσφέρουν σταθερά, ώστε να είναι απερίσπαστα αφοσιωμένος στο δημιουργικό του έργο, αποδεικνύεται στην πράξη ανεπαρκές. Παρόλα αυτά, μέχρι το τέλος της χρονιάς ο Μπετόβεν κατορθώνει να ολοκληρώσει, ανάμεσα σε άλλα έργα, το Πέμπτο Κοντσέρτο για πιάνο, ένα Κοντσέρτο που από άποψη έκτασης, δεξιοτεχνίας και εκφραστικού εύρους είναι καταφανώς μπροστά από την εποχή του.

Το προσωνύμιο «αυτοκρατορικό», που συχνά συνοδεύει το Πέμπτο Κοντσέρτο, δεν προέρχεται από τον συνθέτη, ο οποίος κατά πάσα πιθανότητα θα αντιτασσόταν στη χρήση του. Για το πώς αυτό προέκυψε έχουν διατυπωθεί ποικίλες απόψεις χωρίς καμία να έχει επιβεβαιωθεί. Ένας Γάλλος αξιωματικός, που βρέθηκε στην πρεμιέρα του έργου, φέρεται να αναφωνεί σε κάποιο σημείο «είναι ο Αυτοκράτορας!», ενώ άλλοι θεωρούν πως ο πιανίστας και συνθέτης Johann Baptist Cramer (1771-1858) το χαρακτήρισε ως «ο αυτοκράτορας ανάμεσα στα κοντσέρτα». Ο φίλος και πρώιμος βιογράφος του Μπετόβεν Anton Schindler από την άλλη, αποδίδει τον όρο στο γεγονός, ότι η βιεννέζικη πρεμιέρα του κοντσέρτου δόθηκε ανήμερα στα γενέθλια του αυτοκράτορα της Αυστρίας Φραγκίσκου Α’ (1768-1835).

Το πρώτο μέρος είναι το μεγαλύτερο σε διάρκεια μέρος κοντσέρτου που είχε γραφτεί μέχρι τότε. Ο Μπετόβεν δεν ακολουθεί το σύνηθες δομικό πρότυπο μίας εκτενούς ορχηστρικής εισαγωγής· εν προκειμένω η αρχή γίνεται με τον πιανίστα να εκτυλίσσει τρία αλλεπάλληλα σολιστικά (και πληθωρικά) περάσματα, καθένα από τα οποία εκπορεύεται από μία ηχηρή συγχορδία της ορχήστρας, στην τονική, στην υποδεσπόζουσα και στη δεσπόζουσα αντιστοίχως. Από εκεί και ύστερα, η ορχήστρα αναλαμβάνει να παρουσιάσει τα βασικά θέματα, που στη συνέχεια επεκτείνονται και αναπτύσσονται από το πιάνο λαμβάνοντας -πέραν της εγγενούς τους μεγαλοπρέπειας- και μία δεξιοτεχνική διάσταση. Η λειτουργική, οργανική σημασία των τριών αρχικών περασμάτων αποδεικνύεται από το παράδοξο γεγονός ότι αυτά επανέρχονται -ακόμα πιο δυναμικά- στην αρχή της επανέκθεσης. Στο σημείο που ο σολίστας της εποχής θα αυτοσχεδίαζε μία καντέντσα, ο συνθέτης εκπλήσσει δίνοντας την ακόλουθη οδηγία: «χωρίς καντέντσα, ατάκα το επόμενο» και γράφει ο ίδιος μία σύντομη καντέντσα εξαλείφοντας για πρώτη φορά κάθε περιθώριο αυτοσχεδιασμού.

Η στομφώδης ατμόσφαιρα αλλάζει ριζικά στο αργό μέρος. Στο αρχικό, λυρικό χορικό των εγχόρδων, τα οποία παίζουν με sordina, απαντά το πιάνο με αιθέρια τρίηχα κατιούσας πορείας και με μία ζεστή, αισθαντική μελωδία. Το χορικό επιδέχεται στην πορεία δύο παραλλαγών, μίας από το πιάνο και μίας από την ορχήστρα (συνοδευόμενης διακριτικά από το πιάνο). Καθώς όλα δείχνουν πως η μουσική οδηγείται με τον πιο γαλήνιο τρόπο σε οριστική κατάληξη στη σι μείζονα, ένα απροσδόκητο σι ύφεση ακολουθείται από το διστακτικό «ψιθύρισμα» συγχορδιών στο πιάνο. Αυτές οι συγχορδίες στο τρίτο μέρος, που ακολουθεί χωρίς διακοπή, μεταμορφώνονται σε ένα ρωμαλέο θέμα, το οποίο παρουσιάζει αρχικά -και τώρα πια κάθε άλλο παρά ψιθυριστά!- ο σολίστας με μόνη συνοδεία μία κρατημένη νότα των κόρνων. Από εκεί και μετά ένα λαμπερό ροντό εξελίσσεται, με το μεσαίο του επεισόδιο να γίνεται αντικείμενο επεξεργασίας σε αλλεπάλληλες διαφορετικές τονικότητες πριν τη θριαμβική επιστροφή στην κύρια τονικότητα της μι ύφεση μείζονας. Στην coda, το πιάνο συνομιλεί με το τύμπανο επιβραδύνοντας σταδιακά, πριν από ένα ξαφνικό και καταιγιστικό, ύστατο πέρασμα.

ΛΟΥΝΤΒΙΧ ΒΑΝ ΜΠΕΤΟΒΕΝ (1770 – 1827)

Συμφωνία αρ.7 σε λα μείζονα, έργο 92

1. Poco sostenuto – Vivace

2. Allegretto

3. Presto – Assai meno presto

4. Allegro con brio

Τα πρώτα σχέδιά της Εβδόμης Συμφωνίας ανάγονται στο φθινόπωρο του 1811 κατά την παραμονή του συνθέτη στο Τέπλιτσε, κοντά στην Πράγα. Αργότερα μέσα στη χρονιά, ο Μπετόβεν επέστρεψε στη Βιέννη και συνέχισε την εργασία πάνω στο νέο έργο, που ολοκληρώθηκε τον Μάιο του 1812. Η πρώτη εκτέλεση της Έβδομης δόθηκε στη Βιέννη στο πλαίσιο μίας επιτυχημένης συναυλίες του Μπετόβεν, στις 8 Δεκεμβρίου 1813, που δόθηκε για την οικονομική στήριξη των τραυματιών της μάχης του Χάναου.

Το πρώτο μέρος ξεκινά με μία εκτενέστατη αργή εισαγωγή, σχεδόν ένα μέρος αφ’ εαυτής. Με προοδευτική ελάφρυνση της ορχηστρικής γραφής εισάγεται το κυρίως γρήγορο μέρος. Το φλάουτο εκθέτει το πρώτο θέμα, που στην πορεία εκτίθεται και από άλλες οικογένειες οργάνων, ενώ το δεύτερο θέμα προκύπτει από το ίδιο θεματικό υλικό. Το δεύτερο μέρος σε λα ελάσσονα φέρει την ένδειξη Allegretto, αντί μίας κλασικά αργής ρυθμικής ένδειξης, επιλογή πρωτότυπη και πολυσήμαντη όσον αφορά στην πρακτική υλοποίησή της. Υπό ένα αφοπλιστικά απλό ρυθμικό σχήμα η μουσική ακροβατεί ανάμεσα σε ένα πένθιμο εμβατήριο και σε ένα μεγαλοπρεπές χορικό, συσσωρεύοντας αλλά και εκλύοντας σε συγκεκριμένες κορυφώσεις τεράστιες ποσότητες συναισθηματικής έντασης. Το τρίτο μέρος αποτελείται από ένα ζωηρό σκέρτσο και ένα πιο αργό αλλά μεγαλοπρεπές τρίο, που εκτίθενται δύο φορές. Μετά και από μία τελική εμφάνιση του σκέρτσου, ο Μπετόβεν επανεισάγει την αρχή του τρίο αλλά μετά από τέσσερα μόλις μέτρα δίνει ένα αιφνίδιο τέλος στην αρχική τονικότητα. Η χορευτική διάθεση φτάνει στο απόγειό της με το τέταρτο και τελευταίο μέρος σε φόρμα σονάτας, γεμάτο ενέργεια και λάμψη. Θέλοντας πιθανόν να αντισταθμίσει τη μεγάλη αργή εισαγωγή του πρώτου μέρους, ο Μπετόβεν κλείνει τη

Συμφωνία με μία ανάλογα μεγάλη coda, που λειτουργεί ως δεύτερη επεξεργασία του θεματικού υλικού και αποτελεί ένα εκστατικό φινάλε.

Ο Ρίχαρντ Βάγκνερ συνοψίζει το μεγαλείο της Εβδόμης μέσα από ένα ρομαντικό, ποιητικό πρίσμα, πλην ουσιαστικότατο: «Όλη η ανησυχία, όλος ο πόθος και η καταιγίδα της ψυχής γίνονται εδώ μία γεμάτη δριμύτητα χαρά, η οποία μας ταξιδεύει με τη βακχική της δύναμη μέσα από έναν ευρύ χώρο φύσης, μέσα από όλα τα ρεύματα και τα κύματα της ζωής… Η Συμφωνία είναι η Αποθέωση του Χορού: είναι Χορός με την υψηλότατη έννοια, η πιο υψηλή πράξη ανθρώπινης κίνησης, ενσωματωμένη σε μία ιδεώδη ηχητική δομή». Η χορευτική διάσταση της Έβδομης ανήκει πράγματι σε ένα πνευματικό, υπαρξιακό επίπεδο, όπου ο θρίαμβος της ανθρώπινης ύπαρξης, μία μεταφυσική και οικουμενική κατάφαση της ζωής εκφράζονται και βιώνονται μέσα από τη διαρκή συσσώρευση ρυθμικής ενέργειας.

Κοινοποίησε αυτό το άρθρο:

Περισσότερα άρθρα

Διαβάστε το τελευταίο τεύχος