Έχει συνδεθεί όσο ελάχιστοι με το έργο του Σεργκέι Ραχμάνινοφ. Ίσως γιατί η καλλιτεχνική του ιδιοσυγκρασία σε συνδυασμό με τη μουσική του αντίληψη αναδεικνύουν την ιδιοφυία του Ραχμάνινοφ σε όλο της το μεγαλείο. Ο λόγος για τον Μιχαήλ Πλετνιόφ ο οποίος συμπράττει με την Κρατική Ορχήστρα Αθηνών ερμηνεύοντας τον αγαπημένο του συνθέτη (Τετάρτη 15 Φεβρουαρίου) στο Μέγαρο Μουσικής. Τον δημιουργό που όπως λέει « Ήταν κάτι περισσότερο από πιανίστας, αρχιμουσικός και συνθέτης. Ήταν πνεύμα». Η Ραψωδία σ’ ένα θέμα του Παγκανίνι για πιάνο και ορχήστρα, ανοίγει την βραδιά. Όχι τυχαία, οι 24 παραλλαγές που έγραψε ο Ραχμάνινοφ πάνω στο θέμα από το 24ο Καπρίτσιο για σόλο βιολί του Παγκανίνι παραμένουν μέχρι και σήμερα εξαιρετικά δημοφιλείς και αποτελούν μια διαχρονική πρόκληση για τους βιρτουόζους του πιάνου. Ο ίδιος ο συνθέτης, μάλιστα, είχε την παράδοση να πίνει ένα ποτήρι λικέρ μέντας πριν κάθε ερμηνεία της Ραψωδίας προκειμένου να κατευνάσει το άγχος που του προκαλούσε η εξαιρετικά απαιτητική τελευταία παραλλαγή. Η συναυλία κορυφώνεται με το αυτοβιογραφικό συμφωνικό ποίημα «Η ζωή ενός ήρωα» του Ρίχαρντ Στράους που αποτυπώνει γλαφυρά τις περιπέτειες του δημιουργού του. Στο πόντιουμ, ο Καλλιτεχνικός Διευθυντής της Ορχήστρας, Λουκάς Καρυτινός.
Το πρόγραμμα με μια ματιά
ΣΕΡΓΚΕΪ ΡΑΧΜΑΝΙΝΟΦ (1873–1943)
Ραψωδία σε ένα θέμα του Παγκανίνι για πιάνο και ορχήστρα, έργο 43
ΡΙΧΑΡΝΤ ΣΤΡΑΟΥΣ (1864–1949)
“Η ζωή ενός ήρωα”, συμφωνικό ποίημα, έργο 40
ΣΟΛΙΣΤ
Μιχαήλ Πλετνιόφ, πιάνο
ΜΟΥΣΙΚΗ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ
Λουκάς Καρυτινός
Ώρα: 19:30
Δωρεάν εισαγωγική ομιλία για τους κατόχους εισιτηρίων
ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ ΕΙΣΙΤΗΡΙΩΝ
Τιμές: 60€, 45€, 35€, 25€ και 20€ (εκπτωτικό)
Online αγορά εδώ
Ο Μιχαήλ Πλετνιόφ έχει πει
Ο Ραχμάνινοφ δεν μπορεί να χαρακτηριστεί εύκολα. Δεν είναι αρκετό να πούμε ότι ήταν πιανίστας ή συνθέτης. Για μένα ήταν η ίδια η μουσική. Από πλευράς μουσικού ταλέντου πιστεύω πως αυτό που έδωσε ο Θεός στον Ραχμάνινοφ μπορεί να συγκριθεί μόνο με το χάρισμα του Μότσαρτ.
Για την ιστορία…
ΣΕΡΓΚΕΪ ΡΑΧΜΑΝΙΝΟΦ (1873 – 1943)
Ραψωδία σ’ ένα θέμα του Παγκανίνι για πιάνο και ορχήστρα, έργο 43
Από πολύ νωρίς ο Σεργκέι Ραχμάνινοφ συνδύασε με επιτυχία την ιδιότητα του βιρτουόζου πιανίστα με αυτή του συνθέτη, δίνοντας πάντως σαφή έμφαση στη δεύτερη μέχρι το 1917. Με το ξέσπασμα της Οκτωβριανής Επανάστασης ο Ραχμάνινοφ εγκατέλειψε τη Ρωσία, για να εγκατασταθεί πια οριστικά στις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής περίπου έναν χρόνο αργότερα. Έχοντας χάσει την περιουσία του ήταν αναγκασμένος εφεξής να εξασφαλίζει τα προς το ζην επικεντρωνόμενος στην πιανιστική καριέρα, που αποδείχθηκε βεβαίως περίλαμπρη, καθώς και στη διεύθυνση ορχήστρας δευτερευόντως. Ωστόσο, από το 1917 ως το 1926 η συνθετική του δημιουργικότητα σίγησε σχεδόν ολοκληρωτικά, ενώ στα υπόλοιπα δεκαεπτά χρόνια της ζωής του βρήκε τον χρόνο και την διάθεση να συνθέσει μόλις έξι έργα, ανάμεσα στα οποία συγκαταλέγεται και η Ραψωδία σ’ ένα θέμα του Παγκανίνι.
Το περίφημο θέμα από το 24ο Καπρίτσιο για σόλο βιολί του Παγκανίνι, από την ίδια του την μελωδική και ρυθμική υφή, είναι ιδανικά «ανοιχτό» σε αρμονικές, ρυθμικές και δομικές μεταμορφώσεις. Μετά τους Λιστ, Σούμαν και Μπραμς, που έγραψαν έξοχες παραλλαγές του για πιάνο, ο Σεργκέι Ραχμάνινοφ, το καλοκαίρι του 1943, κατά την διάρκεια των θερινών του διακοπών στην Ελβετία, έγραψε μία σειρά 24 παραλλαγών πάνω στο θέμα αυτό για πιάνο και ορχήστρα. Ο όρος Ραψωδία, που επέλεξε για το έργο, υποδηλώνει δυνητικά μία υπερβολικά ελεύθερη χρήση του υλικού του Παγκανίνι. Ωστόσο, όλες οι παραλλαγές έχουν ευδιάκριτη σχέση με το θέμα και χαρακτηρίζονται από εξαιρετική νοηματική πυκνότητα και αισθητική ακρίβεια. Η Ραψωδία, από την πρεμιέρα της στις 7 Νοεμβρίου 1934 στην Βαλτιμόρη με την Ορχήστρα της Φιλαδέλφειας υπό τον Λέοπολντ Στοκόφσκι και τον συνθέτη ως σολίστα, έχει αναγνωρισθεί δίκαια ως ένα από τα γοητευτικότερα έργα του Ρώσου συνθέτη.
Οι πρώτες δέκα παραλλαγές επικεντρώνονται σε δομικές κυρίως επεξεργασίες του θέματος και είναι όλες γραμμένες στην τονικότητά του (λα ελάσσονα). Στην έβδομη, ο πιανίστας εισάγει την μελωδία από τον μεσαιωνικό ύμνο Dies irae (από την νεκρώσιμη ακολουθία των καθολικών), ενώ τα έγχορδα ψιθυρίζουν παρασκηνιακά το βασικό θέμα. Η ενδέκατη παραλλαγή συνιστά μετάβαση προς μία δεύτερη ενότητα παραλλαγών (12–18), που απομακρύνονται τονικά και εκφράζουν εντελώς διαφορετικές διαθέσεις η μία από την άλλη. Κορύφωμά τους η περιβόητη 18η παραλλαγή, στην οποία ο συνθέτης αντιστρέφει τα διαστήματα του θέματος δημιουργώντας μία από τις πιο συγκινητικές μελωδίες του. Στις τελευταίες έξι παραλλαγές, που επιστρέφουν στην λα ελάσσονα, κυριαρχεί η εκρηκτική πιανιστική δεξιοτεχνία. Στην κορύφωση της τελευταίας, το θέμα του Dies irae επανεμφανίζεται με μέγιστη μεγαλοπρέπεια.
ΡΙΧΑΡΝΤ ΣΤΡΑΟΥΣ (1864 – 1949)
«Η ζωή ενός ήρωα», συμφωνικό ποίημα έργο 40
- Ο ήρωας
- Οι αντίπαλοι του ήρωα
- Η σύντροφος του ήρωα
- Το πεδίο μάχης του ήρωα
- Τα ειρηνικά έργα του ήρωα
- Η φυγή του ήρωα από τον κόσμο και η τελείωση
Δε σας συμβουλεύω να εργάζεστε, μα να πολεμάτε. Δε σας συμβουλεύω την ειρήνη, μα τη νίκη. Η δουλεία σας να ‘ναι ένας αγώνας κι η ειρήνη σας να ‘ναι μια νίκη!
Φρήντριχ Νίτσε, Έτσι μίλησε ο Ζαρατούστρα (μετάφραση Άρη Δικταίου)
Μετά το «πρώτο διστακτικό βήμα» του Ρίχαρντ Στράους στο χώρο του συμφωνικού ποιήματος με το έργο Από την Ιταλία (1886), μία σειρά από συμφωνικά ποιήματα, που ακολούθησαν τα αμέσως επόμενα χρόνια (Δον Ζουάν, Μάκβεθ, Θάνατος και Εξαΰλωση, Τα φαιδρά καμώματα του Τιλ Όιλενσπήγκελ, Έτσι μίλησε ο Ζαρατούστρα και Δον Κιχώτης), καταξίωσαν τον Στράους ως έναν από τους κορυφαίους δημιουργούς στο συγκεκριμένο είδος. Το ακόλουθο συμφωνικό ποίημα Η ζωή ενός ήρωα ίσταται τόσο χρονικά όσο και στιλιστικά στο μεταίχμιο μεταξύ των προαναφερθέντων και των δύο ύστερων συμφωνικών ποιημάτων (Sinfonia Domestica και Συμφωνία των Άλπεων), που γράφτηκαν κάποια χρόνια αργότερα.
Στις 16 Απριλίου 1897 ο Στράους, που τότε διατελούσε αρχιμουσικός στην Όπερα του Μονάχου, σημείωσε στο ημερολόγιό του: «Το συμφωνικό ποίημα Ήρωας και Κόσμος αρχίζει να μορφοποιείται· σαν ένα σατυρικό δράμα να το συνοδεύει – ο Δον Κιχώτης». Στην πορεία ωστόσο ο συνθέτης αφοσιώθηκε στον Δον Κιχώτη, για να τον τελειώσει στα τέλη Δεκεμβρίου 1897, ενώ συνέχισε την εργασία του πάνω στο νέο συμφωνικό ποίημα, που πλέον είχε λάβει τον τίτλο Η ζωή ενός ήρωα, το καλοκαίρι του 1898. Το Νοέμβριο εκείνης της χρονιάς ο Στράους ανέλαβε καθήκοντα αρχιμουσικού στην Όπερα του Βερολίνου και την 1η Δεκεμβρίου είχε ολοκληρώσει και την ενορχήστρωση του συμφωνικού ποιήματος. Παρόλο που το αφιέρωσε στον μεγάλο Ολλανδό μαέστρο Βίλεμ Μένγκελμπεργκ (1871 – 1951) και την ορχήστρα Concertgebouw του Άμστερνταμ, επέλεξε να διευθύνει ο ίδιος την πρώτη εκτέλεση στις 3 Μαρτίου 1899 στη Φρανκφούρτη.
Σε επιστολή του της 23ης Ιουλίου 1898 ο Στράους έγραφε: «Η Ηρωική του Μπετόβεν λίγο εκτιμάται από τους μαέστρους μας και γι’ αυτό εκτελείται μόνο σπάνια στις μέρες μας. Έτσι, ικανοποιώντας μία επιτακτική μου ανάγκη συνθέτω ένα μεγάλο συμφωνικό ποίημα με τίτλο Η ζωή ενός ήρωα, ομολογουμένως χωρίς ένα πένθιμο εμβατήριο, αλλά παρόλα αυτά σε μι ύφεση μείζονα και με πολλά κόρνα, που πάντα συμβολίζουν τον ηρωισμό». Υπό μίαν έννοια, ίσως πράγματι το μόνο κοινό των δύο έργων να είναι η τονικότητά τους (μι ύφεση μείζονα), αφού ο Μπετόβεν αποτυπώνει με αφηρημένο τρόπο το ηρωικό ιδεώδες, ενώ ο Στράους προβαίνει σε μία πολύ πιο περιγραφική και συγκεκριμένη αποτύπωση της δράσης ενός ήρωα, που μάλιστα δεν είναι άλλος από τον ίδιο του τον εαυτό.
Με χιούμορ δήλωσε κάποτε στο συγγραφέα Ρομαίν Ρολλάν πως δεν θεωρούσε τον εαυτό του λιγότερο ενδιαφέροντα από τον Ναπολέοντα ή τον Αλέξανδρο. Στο πρόγραμμα της πρεμιέρας όμως σε μία προσπάθεια αναδίπλωσης από δηλώσεις τέτοιου είδους, που προσφέρονταν εύκολα για αρνητική κριτική, ο ίδιος σημείωνε ότι «το θέμα του έργου δεν ήταν μία συγκεκριμένη ποιητική ή ιστορική φιγούρα, αλλά μάλλον μία γενική και ελεύθερη ιδέα ενός μεγάλου και ανδροπρεπούς ηρωισμού». Σε κάθε περίπτωση, το ίδιο το μουσικό περιεχόμενο του συμφωνικού ποιήματος υπαγορεύει με σαφήνεια πως ο Στράους είχε στο μυαλό του τον ίδιο του τον εαυτό όταν το έγραφε. Όχι όμως με διάθεση στείρας έπαρσης ή εγωκεντρισμού –ιδιότητες που η ευρεία καταξίωσή του δεν δικαιολογούσε- αλλά περισσότερο με την υπερβατική νιτσεϊκή αίσθηση της στροφής και διαρκούς πάλης με το Εγώ και μάλιστα σε αντιπαράθεση προς το εξωτερικό του περιβάλλον. Και βέβαια το σημαντικότερο είναι πως εμπνεόμενος από προσωπικά βιώματα ο Στράους έγραψε μία συγκλονιστική μουσική, που κατορθώνει να γοητεύει αυθύπαρκτη. Μία αποστροφή του λόγου του από επιστολή προς τον Ρολλάν (1906) περικλείει την πραγματική του πεποίθηση όσον αφορά στα κάθε λογής εξωμουσικά προγράμματα: «Ένα αναλυτικό πρόγραμμα δεν προορίζεται για τίποτε άλλο παρά από το να είναι ένα στήριγμα για τον ακροατή. Όποιος ενδιαφέρεται για αυτό, ας το χρησιμοποιεί. Όποιος πραγματικά γνωρίζει πώς να ακούει μουσική, πιθανότατα δεν το έχει έτσι κι αλλιώς ανάγκη».
Από τα βάθη της ορχήστρας ο Στράους μάς παρουσιάζει τον ήρωα με μία εκτεταμένη μελωδία 16 μέτρων, που εκτείνεται σε τρεις οκτάβες αλλάζοντας χαρακτήρα από τα σκοτεινά χρώματα των βαθύτερων εγχόρδων και των κόρνων προς το διαυγέστερο ήχο των βιολιών. Η πορεία της μουσικής υποδηλώνει την έμφυτη τάση του ήρωα για την κατάκτηση του υψηλού, ενώ μία πληθώρα δευτερευόντων μοτίβων συμβολίζουν τις διαφορετικές πτυχές του χαρακτήρα του.
Οι «αντίπαλοι του ήρωα» δεν είναι άλλοι από τους μουσικοκριτικούς. Οι οδηγίες του συνθέτη προς κάποιους εκτελεστές της ορχήστρας περιλαμβάνουν όρους όπως «κοφτά και αιχμηρά» ή «σαν γρύλισμα». Περάσματα έντονης τραχύτητας στα ξύλινα πνευστά εμπαίζουν μουσικά τους κριτικούς παρουσιάζοντάς τους ως αδαείς και ζηλόφθονες, ενώ ένα θέμα στις τούμπες σε παράλληλες πέμπτες («απαγορευμένες» από τους τυπικούς κανόνες της αρμονίας) ειρωνεύεται τη σχολαστικότητά τους.
Στη συνέχεια ο συνθέτης με ένα μακροσκελές και εξαιρετικά απαιτητικό σόλο για το πρώτο βιολί φιλοτεχνεί ένα υπέροχο μουσικό πορτρέτο της συζύγου του, γνωστής Γερμανίδας σοπράνο Παουλίνε ντε Άνα. Σχετικά με τη σύντροφο της ζωής του και τις μουσικές του προθέσεις εν προκειμένω ο ίδιος ο Στράους έγραψε: «Είναι πολύ περίπλοκη, πολύ θηλυκή, λίγο ατίθαση, ποτέ η ίδια, κάθε λεπτό διαφορετική από το προηγούμενο. Στην αρχή ο ήρωας την ακολουθεί αλλά εκείνη πάντα απομακρύνεται. Στο τέλος εκείνος λέει «όχι, θα σταθώ εδώ»… Και εκείνη έρχεται κοντά του».
Από μακριά (τρομπέτες εκτός σκηνής) οι κριτικοί ακούγονται ξανά και ο ήρωας καλείται να τους αντιμετωπίσει. Μοτίβα από τα τρία προηγηθέντα μέρη αναπτύσσονται με τρόπο σκληρά διάφωνο. Ένα κατεξοχήν όχημα επίδειξης δεξιοτεχνίας για μία ορχήστρα, το μέρος αυτό έχει χαρακτηρισθεί ως «η καλύτερη μάχη στη μουσική». Στην κορύφωσή του ο συνθέτης παραθέτει ένα θέμα από τον «Δον Ζουάν» σαν υπόμνηση ενός από τα μεγαλύτερα επιτεύγματά του.
Με τη λήξη της μάχης ο ήρωας επιστρέφει στα ειρηνικά έργα του· με μία εκπληκτική αντιστικτική γραφή ο Στράους κάνει περίπου τριάντα θεματικές αναφορές σε προγενέστερα έργα του, όπως είναι ο Δον Ζουάν, ο Δον Κιχώτης, ο Μάκβεθ, η όπερα Γκούντραμ και το τραγούδι «Όνειρο στο λυκόφως». Ως επί το πλείστον τα θέματα αυτά σχετίζονται με την έννοια της αγάπης συνδέοντας έτσι εμμέσως τη δημιουργικότητα με την οικιακή ευτυχία και αρμονία.
Στο τέλος πια ο συνθέτης οραματίζεται μία γαλήνια αποχώρηση του ήρωα από την ενεργό δράση σε μεγάλη ηλικία. Αν και στην αρχή δυσάρεστες αναμνήσεις εμφανίζονται σποραδικά (οι επιθέσεις των κριτικών) το συμφωνικό ποίημα κλείνει με μία αίσθηση γαλήνης και ηρεμίας. Εξαίσιες σολιστικές γραμμές στο βιολί και στο κόρνο σηματοδοτούν την επίτευξη της πολυπόθητης εσωτερικής και εξωτερικής ειρήνης.