Κάτι παραπάνω από 10 μέρες έχουν περάσει όταν η Silicon Valley Bank (SVB) κατέρρευσε προκαλώντας αδιέξοδο στις αγορές, ενώ έφερε μεγάλες απώλειες στα τραπεζικά «χαρτιά» και την αγορά. Πώς σχετίζονται τα υψηλά επιτόκια που έχει επαναφέρει η Ομοσπονδιακή Κεντρική Τράπεζα – Ο μη εντοπισμός του κινδύνου και οι συνέπειες του – Το μέλλον των καταθέσεων για τις startups.
Κάτι παραπάνω από 10 μέρες έχουν περάσει όταν η Silicon Valley Bank (SVB) κατέρρευσε προκαλώντας αδιέξοδο στις αγορές, ενώ έφερε μεγάλες απώλειες στα τραπεζικά «χαρτιά» και την αγορά. Πώς σχετίζονται τα υψηλά επιτόκια που έχει επαναφέρει η Ομοσπονδιακή Κεντρική Τράπεζα – Ο μη εντοπισμός του κινδύνου και οι συνέπειες του – Το μέλλον των καταθέσεων για τις startups.
Όπως εξηγεί σε άρθρο της η Schroders, η πλειονότητα των πελατών της τράπεζας με έδρα την Καλιφόρνια, ήταν νεοφυείς επιχειρήσεις τεχνολογίας, οι οποίες έχοντας λάβει χρηματοδότηση το 2020 και το 2021, είχαν προχωρήσει σε σημαντικές καταθέσεις. Η SVB επένδυσε μεγάλο μέρος αυτών των καταθέσεων σε κρατικά ομόλογα και τίτλους με υποθήκη. Καθώς όμως η Ομοσπονδιακή Τράπεζα των ΗΠΑ (Fed) αύξησε τα επιτόκια, η αξία αυτών των τίτλων μειώθηκε. Παράλληλα, τα υψηλά επιτόκια προκάλεσαν την έναρξη της χρηματοδότησης των startups, οι οποίες είχαν αρχίσει να αποσύρουν τις καταθέσεις τους από την SVB.
Το Bank Run και ο ρόλος της FDIC
Ως σχετικά μικρή περιφερειακή τράπεζα, η SVB υπόκειτο σε χαμηλότερα πρότυπα κεφαλαίου και ρευστότητας από ό,τι οι μεγαλύτερες τράπεζες, ενώ δεν διέθετε αντισταθμίσεις για τη διαχείριση του κινδύνου αύξησης των επιτοκίων. Για να καλύψει τη ζήτηση κεφαλαίων των πελατών, η SVB πούλησε τίτλους ύψους 21 δισεκατομμυρίων δολαρίων στις 8 Μαρτίου, με ζημία 1,8 δισεκατομμυρίων δολαρίων. Η είδηση αυτή, προκάλεσε ένα κύμα μαζικής απόσυρσης καταθέσεων από τους πελάτες, οδηγώντας την SVB σε κατάρρευση.
Το υπουργείο Οικονομικών των ΗΠΑ και η Fed ανακοίνωσαν στις 12 Μαρτίου ότι η Ομοσπονδιακή Υπηρεσία Εγγύησης Καταθέσεων θα παράσχει έκτακτη χρηματοδότηση για την προστασία των καταθετών της SVB και της Signature Bank. Στο Ηνωμένο Βασίλειο, το Υπουργείο Οικονομικών ανακοίνωσε την πώληση SVB UK στην HSBC έναντι 1 στερλίνας. Η άμεση αντίδραση των Αρχών φανερώνει πως οι καταθέτες δεν θα βγουν χαμένοι, ωστόσο, εγείρει ερωτήματα σχετικά με το πόσο υγιής είναι ο τραπεζικός τομέας καθώς και τις συνέπειες για τις startups και την πορεία των αμερικανικών επιτοκίων.
Ο μη εντοπισμός του κινδύνου και οι συνέπειες του
Ο Andre Reichel, Παγκόσμιος Ειδικός στον Τομέα των χρηματοοικονομικών στη Schroders, δήλωσε: «Υπάρχουν εύλογα ερωτήματα σχετικά με το γιατί η ίδια η διοίκηση της SVB, καθώς και οι ρυθμιστικές αρχές, δεν εντόπισαν τους πιθανούς κινδύνους. Ένας από τους παράγοντες θα μπορούσε να είναι ταχεία ανάπτυξη της SVB, η οποία πριν από τρία χρόνια ήταν μια σχετικά μικρή τράπεζα».
Επιπλέον, δεδομένης της έλλειψης ρυθμιστικού ελέγχου των μικρότερων αμερικανικών τραπεζών, υπάρχουν ανησυχίες ότι και άλλες τράπεζες θα αντιμετωπίσουν παρόμοια προβλήματα.
Ο Andre Reichel συμπλήρωσε: «Είναι πολύ νωρίς για να πούμε αν η κρίση έχει τελειώσει. Ορισμένες τράπεζες εξακολουθούν να είναι ευάλωτες, αλλά, το σημαντικότερο, είναι ότι πλέον υπάρχει ένας μηχανισμός ασφαλείας. Ακόμη και αν μια άλλη μικρότερη τράπεζα αποτύχει, το ευρύτερο σύστημα προστατεύεται. Παράλληλα, αναμένουμε ότι ορισμένες μικρότερες τράπεζες θα αναδιατάξουν τα επιχειρηματικά τους μοντέλα για να μειώσουν τον κίνδυνο παρόμοιας κατάστασης».
Ο αντίκτυπος στις ευρωπαϊκές τράπεζες
Η είδηση της κατάρρευσης της SVB έφτασε αργά την Παρασκευή, ενώ οι μετοχές των ευρωπαϊκών τραπεζών σημείωσαν απότομη πτώση όταν οι αγορές άνοιξαν ξανά στις 13 Μαρτίου.
Ο Justin Bisseker, Αναλυτής Ευρωπαϊκών Τραπεζών στη Schroders υπογράμμισε: «Η πτώση των τιμών των μετοχών των ευρωπαϊκών τραπεζών τη Δευτέρα αντανακλά τον βαθμό νευρικότητας στις αγορές. Η ρύθμιση των ΗΠΑ μπορεί να χρειαστεί να γίνει αυστηρότερη, γεγονός που θα μπορούσε να επηρεάσει τα κέρδη των τραπεζών και τις αποδόσεις των μετόχων. Ωστόσο, αυτό είναι ένα ζήτημα για τις περιφερειακές και μικρότερες τράπεζες των ΗΠΑ, όχι για την Ευρώπη».
Είναι σημαντικό να αναφέρουμε πως ενώ η SVB ήταν η 16η μεγαλύτερη τράπεζα στις ΗΠΑ, ήταν ο πιο σημαντικός δανειστής των startups που δραστηριοποιούνται στην τεχνολογία.
Ο Nils Rode, Γενικός Διευθυντής Επενδύσεων στη Schroders Capital, σημείωσε: «Αν δεν είχε επιλυθεί η κατάσταση τόσο γρήγορα, πολλές startups θα έκλειναν και πολλοί εργαζόμενοι θα είχαν χάσει τη δουλειά τους. Ένα τέτοιο σενάριο θα επηρέαζε τόσο τις αποτιμήσεις όσο και τη συγκέντρωση κεφαλαίων».
Η ταχεία δράση των αρχών ήταν ιδιαίτερα σημαντική και για τους πελάτες της SVB στο Ηνωμένο Βασίλειο.
Το μέλλον των καταθέσεων για τις startups
Ο λόγος για τον οποίο τόσες startups συνεργάστηκαν με την SVB ήταν επειδή τους έδωσε πρόσβαση σε ένα ευρύ φάσμα επιχειρηματικών υπηρεσιών. Ωστόσο, υπάρχουν ερωτήματα σχετικά με το τι θα κάνουν οι νεοφυείς επιχειρήσεις με τις καταθέσεις τους τώρα. Υπάρχουν ενδείξεις ότι ορισμένες fintech εταιρείες σημείωσαν αύξηση των συναλλαγών τους ως αποτέλεσμα της αναταραχής στην SVB.
Ο Tim Creed, Επικεφαλής Επενδύσεων Ιδιωτικών Κεφαλαίων, στη Schroders Capital, είπε: «Ορισμένες εταιρείες, την προηγούμενη εβδομάδα, μετέφεραν κεφάλαια από την SVB σε fintech εταιρείες, όπως η Revolut. Η ταχύτητα των μεταφορών δείχνει πόσο αποτελεσματικές είναι οι εταιρείες αυτές, καθώς είναι σε θέση να λειτουργούν 24/7».
Κοιτάζοντας μπροστά, οι νεοφυείς επιχειρήσεις μπορεί τώρα να προτιμούν να αναζητήσουν την ασφάλεια που προσφέρουν οι παραδοσιακοί δανειστές.
Ο Justin Bisseker πρόσθεσε: «Η αποτυχία της SVB μπορεί να σημαίνει ότι οι καταθέτες δίνουν προτεραιότητα στην ασφάλεια έναντι άλλων παραγόντων κατά την επιλογή μιας τράπεζας. Αυτό θα είναι πλεονέκτημα για τους μεγαλύτερους δανειστές. Ταυτόχρονα, ο μειωμένος ανταγωνισμός για τις καταθέσεις θα μπορούσε να σημαίνει ότι οι τράπεζες αισθάνονται λιγότερο υποχρεωμένες να μετακυλήσουν πλήρως τα αυξανόμενα επιτόκια στους καταθέτες τους, προς όφελος της κερδοφορίας των τραπεζών».
SVB και επιτόκια
Η κατάρρευση της SVB καταδεικνύει πόσο απότομα τα αυξανόμενα επιτόκια αποκαλύπτουν αδυναμίες που προϋπήρχαν στο περιβάλλον χαμηλών επιτοκίων.