Ο πρόεδρος του Ε.Β.Ε.Π. και Π.Ε.Σ. Αττικής, Βασίλης Κορκίδης, αναφορικά με την ανακοίνωση από την ΕΛΣΤΑΤ που δείχνει πληθωρισμό 3,5% και ανατιμήσεις 8,9% στα τρόφιμα τον Δεκέμβριο, δήλωσε:
«Η αντιμετώπιση του πληθωρισμού θα τραβήξει σε βάθος χρόνου, ενώ είναι ένας αγώνας με χαρακτηριστικά “μαραθωνίου”, όπου οι δυνάμεις της αγοράς και των νοικοκυριών δοκιμάζονται. Ειδικότερα, όπως ενημέρωσε η ΕΛΣΤΑΤ νέα άνοδο εμφάνισε και πάλι ο πληθωρισμός στην Ελλάδα τον περασμένο Δεκέμβριο, με τις πιέσεις να συνεχίζονται έντονες, κυρίως στα τρόφιμα που εμφάνισαν ετήσιες αυξήσεις 8,9%, ενώ ο Δείκτης Τιμών Καταναλωτή, τον Δεκέμβριο, εμφάνισε αύξηση με ρυθμό 3,5% ετησίως, από το 3% του περασμένου μήνα. Η ετήσια αύξηση του Γενικού ΔΤΚ, προήλθε κυρίως από τις μεγάλες ανατιμήσεις στα τρόφιμα, την εστίαση και τα φάρμακα. Ο επίμονος πληθωρισμός ροκανίζει την αγοραστική δυνατότητα των νοικοκυριών επιδρώντας αρνητικά και στην αγορά. Ο “πληθωρισμός της απληστίας”, διεθνώς γνωστός ως “greedflation”, στον οποίο πρόσφατα αναφέρθηκε ο πρωθυπουργός σημειώνοντας ότι δεν είναι αποδεκτός, αφού προκαλεί αλυσιδωτές αντιδράσεις στο οικονομικό πεδίο, συμπαρασύροντας προϊόντα και υπηρεσίες. Ο πληθωρισμός συνεχίζει να απασχολεί πολύ σοβαρά την ελληνική αγορά, αλλά και τις υπόλοιπες χώρες, για την πορεία της οικονομίας της Ευρωζώνης. Παρά την θετική εικόνα της ελληνικής οικονομίας, οι προκλήσεις παραμένουν και συνδέονται, κατά κύριο λόγο, με την μετεξέλιξη του πληθωρισμού από ζήτησης και κόστους, σε απληστίας ή αισχροκέρδειας, με αναδιανεμητικές επιπτώσεις, που βελτιώνουν τη θέση κάποιων ισχυρών στην αγορά, επιδεινώνοντας τη θέση κάποιων μικρομεσαίων, που συνήθως είναι αυτοί “που πληρώνουν το μάρμαρο”. Βρισκόμαστε ενώπιον ενός φαινομένου το οποίο επηρεάζει το καταναλωτικό κοινό που δεν βλέπει τις ποσοστιαίες αυξομειώσεις, αλλά μετρά την αγοραστική του δυνατότητα μπροστά στο ράφι. Η κυβέρνηση, προ ολίγων ημερών, ανακοίνωσε μια σειρά νέων μέτρων που στοχεύουν να περιστείλουν τον πληθωρισμό, αλλά και να επαναφέρουν την αγοραστική δύναμη, πρωτίστως, για τα ευάλωτα νοικοκυριά. Ο αγώνας με την ακρίβεια είναι ένας δύσκολος “μαραθώνιος δρόμος” με απρόβλεπτες ανηφόρες και κατηφόρες, στον οποίο η κυβέρνηση έχει δείξει τις αντοχές της, νομοθετώντας δραστικά μέτρα. Τους τελευταίους μήνες του 2023, ο πληθωρισμός σε όλες τις χώρες της ευρωζώνης “κινούνταν σαν ασανσέρ” και η Ελλάδα δεν αποτέλεσε εξαίρεση. Σε όρους εναρμονισμένου δείκτη, μετά την αποκλιμάκωση του πληθωρισμού στο 2,4% τον Σεπτέμβριο, ήρθε το άλμα στο 3,8% τον Οκτώβριο, ακολούθησε πτώση στο 2,9% τον Νοέμβριο και, στη συνέχεια, ο εναρμονισμένος πληθωρισμός, σύμφωνα με τα προκαταρκτικά στοιχεία της Eurostat, σκαρφάλωσε και πάλι στο 3,7% τον Δεκέμβριο και, αντίστοιχα, στην ευρωζώνη, από 2,4% στο 2,9%. Ο μέσος ΔΤΚ του δωδεκαμήνου του 2023, σε σύγκριση με τον αντίστοιχο Δείκτη του 2022, παρουσίασε πολύ μικρότερη αύξηση 3,5%, έναντι της αύξησης 9,6%, που σημειώθηκε κατά την αντίστοιχη σύγκριση του 2022 με το 2021. Είναι ξεκάθαρο, πάντως, πως “τα τρόφιμα θρέφουν την ακρίβεια” και, παρά το γεγονός ότι οι εταιρείες έχουν εκτοξεύσει σε αρκετούς κλάδους τους τζίρους τους, ο ρυθμός ανάπτυξης είναι μόλις στο 2%, ενώ ο πληθωρισμός στο 3,5%. Οι πηγές της ακρίβειας στην Ελλάδα είναι, κυρίως, τα υψηλά λειτουργικά κόστη των μικρών μονάδων του πρωτογενούς τομέα της παραγωγής σε κτηνοτροφία και γεωργία, οι λίγες εταιρείες στη προμήθεια τροφίμων και η μεγάλη εξάρτηση στα εισαγόμενα αγαθά, που δημιουργούν ολιγοπώλια και στρεβλώσεις παραγωγικότητας και ανταγωνιστικότητας στην ελληνική αγορά. Στην περίπτωση των προβλέψεων που αφορούν στην παροδικότατα του πληθωρισμού, όλοι έπεσαν έξω στις εκτιμήσεις τους εξαιτίας όσων συμβαίνουν παγκοσμίως στην εφοδιαστική αλυσίδα. Το αποτέλεσμα είναι ο πληθωρισμός να δείχνει για την ώρα “ανίκητος” και η ακρίβεια να απασχολεί σοβαρά, τόσο την ελληνική αγορά, όσο και την οικονομική πορεία της Ευρωζώνης, σύμφωνα με τα ευθέως συγκρίσιμα στοιχεία των άλλων ευρωπαϊκών κρατών.»