Όταν ένας αληθινός φιλότεχνος πιάνει στα χέρια του ένα βιβλίο, παλιό ή σύγχρονο, μια πρώτη κίνησή του είναι να ανατρέξει στην τελευταία σελίδα, όπου είναι τυπωμένος ο κολοφώνας. Όχι μόνο για να ικανοποιήσει την περιέργειά του σχετικά με τα ιδιαίτερα στοιχεία της ταυτότητας του βιβλίου, αλλά και για να εξακριβώσει αν και το (απο)τύπωμα αυτό εντάσσεται στην κατηγορία των έργων τέχνης. Τέτοια στοιχεία – εκτός από τον τίτλο του βιβλίου και το όνομα του συγγραφέα, ενδεχομένως και του μεταφραστή – που συμβάλλουν στην ιδιαίτερη ανάδειξή του είναι τα ονόματα των συνεργατών που επιμελήθηκαν, διόρθωσαν και σελιδοποίησαν το κείμενο, καθώς και άλλες πληροφορίες που φέρουν κατά κανόνα οι κολοφώνες πολλών αξιόλογων βιβλίων: η επωνυμία του εκδοτικού οίκου, η χρονολογία έκδοσης, τα τυπογραφικά στοιχεία που χρησιμοποιήθηκαν, το είδος και το βάρος σε γραμμάρια του χαρτιού όπου τυπώθηκε το κείμενο, η επωνυμία τού τυπογραφείου και του βιβλιοδετείου, ο τρόπος βιβλιοδεσίας, ο αριθμός των αντιτύπων, το λεγόμενο τιράζ, και ενίοτε, κάτω από τον κολοφώνα, ο αριθμός της έκδοσης μαζί με τον κωδικό καταλόγου του συγκεκριμένου εκδοτικού οίκου.
Ο κολοφώνας έχει μακρά ιστορία, που πάει πίσω ως τα μέσα του 15ου αιώνα. Έως πρόσφατα μάλιστα αποτελούσε αναπόσπαστο στοιχείο του βιβλίου. Παρά τη βραχύτητά του, θα μπορούσαμε να τον παρομοιάσουμε με τον ληξίαρχο ή ακόμα και με τον βιογράφο του βιβλίου, ή και να τον χαρακτηρίσουμε αποθήκη όλων των πληροφοριών που προανέφερα. Στην εποχή μας, ωστόσο, σπάνια βλέπουμε πιά κολοφώνες στα βιβλία. Έχουν αντικατασταθεί από τη λεγόμενη «ταυτότητα» στην έκτη σελίδα του βιβλίου, με συνέπεια όμως την «αποψίλωση» των πληροφοριών που περιλαμβάνονταν στους κολοφώνες και τον περιορισμό τους στα στοιχειώδη.
Τον παλιό καλό καιρό, οι κολοφώνες τυπώνονταν σχηματίζοντας διάφορα εντυπωσιακά και θαυμαστά σχήματα (κλεψύδρες, ανεστραμμένα τρίγωνα κ.α..) και συνοδεύονταν συνήθως από διάφορα εικαστικά στοιχεία, κάποιο γραμμικό σχέδιο, ένα χαρακτικό, μία ξυλογραφία. Στις περιπτώσεις αυτές, η όλη εικόνα του κολοφώνα, τυπωμένη μάλιστα με διχρωμίες ή τετραχρωμίες, ήταν ένα εικαστικό κατόρθωμα, ένα αληθινό και αυθεντικό έργο τέχνης· «πίνακας» αληθινός, με τη διπλή σημασία του όρου: «κατάλογος» δηλαδή και «ζωγραφικό έργο» ταυτόχρονα. Οι κολοφώνες αυτής της μορφής σηματοδοτούσαν το τέλος μιας εργώδους διαδικασίας, καθώς και το αποκορύφωμά της. Ήταν, με δύο λόγια, η αποφασιστική, ακροτελεύτια πινελιά του αρχιμάστορα στη συνεργατική δημιουργική διαδικασία παραγωγής του βιβλίου.
Το ανά χείρας πόνημα περιλαμβάνει κολοφώνες από ορισμένα βιβλία των εκδόσεων Gutenberg και αφιερώνεται στα 60 χρόνια από την ίδρυση τους. Σ’ αυτά τα χρόνια ο εκδοτικός οίκος υπηρέτησε πιστά την παράδοση της καλλιτεχνικής τυπογραφίας, τις θεμελιώδεις δηλαδή αρχές της μορφολογίας του βιβλίου, με στόχο πάντα να είναι ευκολοδιάβαστο και καλόγουστο. Στο πλαίσιο αυτού του στόχου, οι κολοφώνες στάθηκαν συχνά μια σπουδαία λεπτομέρεια. Γιατί στον κολοφώνα σώζεται ο ευεργετικός (για μας τους μοναχικούς πλέον ανθρώπους) απόηχος μιας αγαστής συμβιωτικής σχέσης. Οι δεξιοτέχνες δημιουργοί του βιβλίου, αφού έχουν επιτελέσει το έργο τους ως μέλη ενός «μουσικού θιάσου», εμφανίζονται συγκεντρωμένοι στην «τελευταία σκηνή», για να σημάνουν τον συλλογικό καλλιτέχνη που έφερε στον κόσμο ένα κόσμημα – το βιβλίο.
Πρόθεσή μου είναι η παρούσα έκδοση να λειτουργήσει ως ακτίνα που θα φωτίσει κάπως τα σκοτεινά βιβλιοπαρασκευαστικὰ σχεδιαστήρια της εποχής μας. Γιατί ἡ αισθητική είναι ήθος. Κι όταν τα επιμέρους στοιχεία του βιβλίου, όπως είναι ο κολοφώνας, υπακούουν στους βασικούς κανόνες της αισθητικής αντίληψης πού, μέσα στους αιώνες, καλλιεργήθηκε για την τυπογραφία, τότε και το βιβλίο, ως καλλιτεχνικό προϊόν, παράγει ήθος, δηλαδή συμβάλλει στη γενικότερη ευαισθητοποίηση και διαπαιδαγώγηση του ανθρώπου.