Τα βασικά ευρήματα και τα συμπεράσματα της εν λόγω έρευνας, που επιμελήθηκε η ομάδα εργασίας ΕΒΕΑ – NED, με συντάκτη τον κ. Γεώργιο Μπάκο, μέλος και ειδικό σύμβουλο του NED Club αναλύονται ως ακολούθως:
Χρόνια Λειτουργίας και Ιδιοκτησία:
Οι επιχειρήσεις με λειτουργία πάνω από 21 έτη αποτελούν την πλειονότητα (62,5%), δείχνοντας τη μακροχρόνια παρουσία των οικογενειακών επιχειρήσεων στην ελληνική αγορά.
Οι περισσότερες επιχειρήσεις βρίσκονται στην πρώτη γενιά ιδιοκτησίας (46,55%), αν και σημαντικό ποσοστό (42,24%) ανήκει στη δεύτερη γενιά, υπογραμμίζοντας τις προκλήσεις που σχετίζονται με τη διαδοχή και τη συνέχιση της επιχείρησης από γενιά σε γενιά. Οι οικογενειακές επιχειρήσεις στην Ελλάδα εμφανίζουν σημαντικές διαφοροποιήσεις ανάλογα με το μέγεθος, τη γενιά της ιδιοκτησίας και το εύρος δραστηριοτήτων τους σε σχέση με τις αντίστοιχες Ευρωπαϊκές οι οποίες βρίσκονται στη πλειονότητα τους στη 3η γενιά ιδιοκτησίας.
Σύνθεση Διοίκησης και Οικογενειακή Εμπλοκή:
Οι περισσότερες επιχειρήσεις διευθύνονται από ένα ή δύο μέλη της οικογένειας (69,83% συνολικά), με την πλειονότητα των διοικητικών συμβουλίων να απαρτίζεται αποκλειστικά από μέλη της οικογένειας (82,76%).
Ο τύπος ιδιοκτησίας είναι κατά κύριο λόγο μοναδικός ιδιοκτήτης (57,33%) ή συνεταιρισμός αδελφών (33,62%), γεγονός που συνεισφέρει στη συγκέντρωση της εξουσίας εντός της οικογένειας και μπορεί να ενισχύει την ενότητα αλλά και να προκαλεί οικογενειακές συγκρούσεις.
Προκλήσεις και Ανάγκες Ανάπτυξης:
Οι κυριότερες προκλήσεις εντοπίζονται στην ανεπάρκεια πόρων (27,16%), τη διαδοχή (9,48%), και την τεχνολογική εξέλιξη (10,78%).
Οι περιορισμένοι πόροι και η έλλειψη ευελιξίας θεωρούνται κρίσιμα ζητήματα που απασχολούν τις οικογενειακές επιχειρήσεις, ενώ η έλλειψη εστίασης και στρατηγικής ανάπτυξης επιβαρύνει περαιτέρω τη βιωσιμότητα και ανταγωνιστικότητά τους.
Όπως αναδεικνύεται στην έρευνα, οι επιχειρήσεις είναι κυρίως επικεντρωμένες στην βασική τους δραστηριότητα, ενώ η διαφοροποίηση είναι περιορισμένη. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα την έλλειψη στρατηγικής στη διεύρυνση της επιχειρηματικότητας, στην ανάπτυξη της καινοτομίας, στην επένδυση σε νέες τεχνολογίες και αυτοματισμούς, και στη δημιουργία βιωσιμότητας μέσω επενδύσεων και επιχειρηματικότητας σε περισσότερους τομείς της οικονομίας.
Καθοδήγηση και Χρηματοδότηση:
Παρά την αναγνώριση των προκλήσεων, το 63,36% των επιχειρήσεων δεν έχει αναζητήσει εξωτερική καθοδήγηση, ενώ το 64,22% δηλώνει άγνοια σχετικά με τις διαθέσιμες υπηρεσίες υποστήριξης και καθοδήγησης, περιορίζοντας τις δυνατότητες ανάπτυξης και βελτίωσης της διακυβέρνησης.
Βιωσιμότητα και Μακροπρόθεσμη Προοπτική:
Ένα 33,62% των επιχειρηματιών εμφανίζεται αρκετά σίγουρο για τη βιωσιμότητα της επιχείρησής του, αν και το ποσοστό αυτό δείχνει να υποδηλώνει ότι πολλές επιχειρήσεις ίσως δεν είναι εξοικειωμένες με τις σύγχρονες πρακτικές βιωσιμότητας και ESG.
Άλλα Συμπεράσματα της Έρευνας
Επίκεντρο στη Διαδοχή και την Προετοιμασία Νέων Ηγετών: Το μεγαλύτερο μέρος των συμμετεχόντων επισήμανε ότι η διαδοχή αποτελεί μείζονα πρόκληση για την επιχείρησή τους.
Διακυβέρνηση και Συμμετοχή Εξωτερικών Συμβούλων: Η έρευνα αναδεικνύει αυξημένο ενδιαφέρον για την ενσωμάτωση εξωτερικών μη εκτελεστικών συμβούλων (Non-Executive Directors – NEDs), οι οποίοι μπορούν να προσφέρουν αντικειμενική στρατηγική καθοδήγηση και να συνεισφέρουν στην επαγγελματική διαχείριση. Ωστόσο, πολλές επιχειρήσεις αναγνωρίζουν δυσκολίες στο να βρουν κατάλληλα άτομα με εξειδικευμένη γνώση και κατανόηση της οικογενειακής κουλτούρας.
Προκλήσεις στην Καινοτομία και τον Ψηφιακό Μετασχηματισμό: Οι περισσότερες οικογενειακές επιχειρήσεις παραδέχθηκαν ότι αντιμετωπίζουν δυσκολίες στην ενσωμάτωση νέων τεχνολογιών και καινοτόμων πρακτικών, κυρίως λόγω περιορισμένων πόρων και ανάγκης για συνεχή εκπαίδευση των εργαζομένων.
Ανθεκτικότητα και Διαχείριση Κρίσεων: Οι οικογενειακές επιχειρήσεις επιδεικνύουν υψηλή ανθεκτικότητα, καθώς είναι διατεθειμένες να θυσιάσουν προσωπικά κέρδη για τη διατήρηση των θέσεων εργασίας και της επιχείρησης σε δύσκολους καιρούς.
Ανάγκη για Θεσμική Στήριξη και Επιμόρφωση: Η έλλειψη θεσμικής υποστήριξης, ιδίως σε προγράμματα επιχειρηματικής εκπαίδευσης, αποτελεί άλλο ένα πρόβλημα που εντοπίστηκε.