Η έλλειψη διαύγειας και η απώλεια της εγρήγορσης είναι παράπονα που ακούμε να διατυπώνουν, όλο και πιο συχνά, πολλές γυναίκες (αλλά και άνδρες). Τι είναι αυτό που έχει αλλάξει τα τελευταία χρόνια και επιδρά στη συγκέντρωσή μας;
Το Ίντερνετ είναι ένας από τους κυριότερους παράγοντες που επιδρούν στη συγκέντρωσή μας, καθώς ένα κλικ του ποντικιού μπορεί να πάρει τον νου μας πολύ μακριά από αυτό που κάνουμε ή που πρέπει να κάνουμε. Το ίδιο συμβαίνει και με τα e-mail -όπως και με τα μηνύματα, τα τηλεφωνήματα στο κινητό και τα social media- καθώς, όσο τσεκάρουμε τα εισερχόμενα, πετάγεται ένα νέο μήνυμα που μας αποσπά την προσοχή. Είναι άλλωστε χαρακτηριστικό ότι την ευφορία που μπορεί να προκαλέσει η χρήση τους μπορεί να διαδεχθεί η σοβαρή κατάθλιψη.
Άλλος παράγοντας είναι το multi-tasking, που αποτελεί χαρακτηριστικό κυρίως του γυναικείου φύλου, καθώς απορρέει από τις ευθύνες των πολλαπλών ρόλων που επιτελεί. Οι γυναίκες έχουν συχνά την τάση να πιστεύουν ότι μπορούν να κάνουν τα πάντα μονομιάς. Όμως, αυτό σημαίνει συνήθως διάσπαση και τελικά μικρή αποτελεσματικότητα στην εκτέλεση και την ολοκλήρωση των εργασιών τους. Πολλοί ψυχολόγοι αναφέρουν μάλιστα ότι το multi-tasking είναι ένας μύθος και πως το καλύτερο είναι να προσπαθούμε να συγκεντρώσουμε την προσοχή μας σε μια δραστηριότητα κάθε φορά.
Η ανία είναι επίσης ένας παράγοντας που μπορεί να συμβάλει στην απώλεια της συγκέντρωσής μας. Όσο πιο πολύ βαριόμαστε, τόσο πιο εύκολα μπορεί να παρασυρθούμε από οποιοδήποτε ερέθισμα βρεθεί στον δρόμο μας.
Επιπλέον, οι επίμονες σκέψεις και οι αρνητικές εμπειρίες που μπορεί να έχουμε μας αποσπούν από αυτά που πρέπει να κάνουμε. Αν καταγράψουμε τις σκέψεις μας σε ένα χαρτί ή σε ένα ημερολόγιο, θα μπορέσουμε να το βάλουμε για λίγο στην άκρη και να συγκεντρωθούμε ξανά σε αυτά που έχουμε να κάνουμε.
Το στρες και η κατάθλιψη (η οποία είναι κατά κανόνα συχνότερη στις γυναίκες) βλάπτουν επίσης σοβαρά τη συγκέντρωσή μας.
Τέλος, η έντονη και η χρόνια κόπωση, αλλά και το γεγονός ότι για πολλές ώρες αφήνουμε τον οργανισμό μας χωρίς τροφή, είναι καταστάσεις που μπορούν επίσης να προκαλέσουν απώλεια συγκέντρωσης.
Ρόλο εξάλλου παίζουν ο κακός προγραμματισμός του ύπνου και το λεγόμενο “κοινωνικό jet lag”. Όσοι κουράζονται τις καθημερινές, συσσωρεύουν χρέος ύπνου, τον οποίο τα στοιχεία δείχνουν ότι συχνά προσπαθούν να αναπληρώσουν με το να κοιμούνται περισσότερο τις ημέρες που δεν δουλεύουν. Σύμφωνα με τους επιστήμονες όμως, ο παραπάνω ύπνος το σαββατοκύριακο μπορεί να μας …αποσυντονίσει, με αποτέλεσμα το ξεκίνημα της εβδομάδας να μας βρει πολύ πιο κουρασμένους από ό,τι ήμασταν την Παρασκευή, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για τη δυνατότητα συγκέντρωσής μας.
Η επίδραση της πανδημίας
Ο Ορέστης Γιωτάκος, MD, MSc, PhD, επιστημονικός διευθυντής της ΑΜΚΕ Ομπρέλα- Νευροεπιστήμες & Ψυχική Υγεία (obrela.gr), αναλύει στο περιοδικό Women In Business την επίδραση της πανδημίας στην ψυχική σφαίρα και στη συγκέντρωσή μας: «Η πανδημία επέβαλε μια παρατεταμένη αναστολή των δραστηριοτήτων μας η οποία, μέσω της ματαίωσης, οδήγησε πολλούς από εμάς σε αδράνεια και ενδεχομένως σε ανάπτυξη ενός καταθλιπτικού ισοδύναμου. Δεύτερον, η πανδημία επέβαλε έναν συνεχή επανασχεδιασμό των δράσεων μας ο οποίος, μέσω της απαιτούμενης διέγερσης, οδηγούσε σε αυξημένη εγρήγορση και ενδεχομένως σε διαταραχή άγχους. Σε ψυχοφυσιολογικό επίπεδο, για την πρώτη περίπτωση απαιτήθηκε η υπερλειτουργία του παρασυμπαθητικού και για τη δεύτερη περίπτωση η υπερλειτουργία του συμπαθητικού συστήματος. Σε περιπτώσεις χρόνιας υπερλειτουργίας, ωστόσο, υπάρχει ο κίνδυνος κόπωσης ή κατάρρευσης των συστημάτων. Σε ορμονικό επίπεδο, συνέβη αύξηση των κατεχολαμινών και των γλυκοκορτικοειδών, καθώς και διαταραχή πολλών άλλων πεπτιδίων, όπως η βαζοπρεσσίνη, η προλακτίνη, οι γοναδοτροπίνες και η θυρεοειδική TSH. Σε ψυχοβιολογικό επίπεδο τέλος, η πανδημία οδήγησε πολλούς ανθρώπους σε κατάθλιψη, με μειωμένη νοραδρενεργική και σεροτονεργική νευροδιαβίβαση και αυξημένες τιμές κυτοκινών».
Τέλος, δεν θα πρέπει να ξεχνάμε τις επιπτώσεις του Long COVID σε γνωστικό επίπεδο. Στο ήπιο COVΙD έχουν παρατηρηθεί γνωστικές εκπτώσεις που επιμένουν στον χρόνο και χαρακτηρίζονται από συμπτώματα, όπως προβλήματα στη μνήμη, θολούρα (brain fog) και έκπτωση της λειτουργικότητας. Σύμφωνα με πρόσφατη μελέτη, η εμφάνιση των συμπτωμάτων είναι πολύ πιο σοβαρή στις βαριές περιπτώσεις, με τα συμπτώματα να διαρκούν 3-6 μήνες μετά τη νοσηλεία.