Η Μαρκέλλα Χατζιάνο επιστρέφει στην Κρατική Ορχήστρα Αθηνών

ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ 24 ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΥ, 20:30
ΜΕΓΑΡΟ ΜΟΥΣΙΚΗΣ ΑΘΗΝΩΝ
ΑΙΘΟΥΣΑ Χ. ΛΑΜΠΡΑΚΗ

Άραγε, πώς αποτυπώνονται οι ήχοι σε εικόνες; Με ποιον τρόπο εικονογραφείται η αφαιρετικότητα της μουσικής; Η Κρατική Ορχήστρα Αθηνών δίνει την απάντηση στις 24 Φεβρουαρίου στο Μέγαρο Μουσικής. Οι νότες γίνονται εικόνες με την παράλληλη προβολή του εντυπωσιακού animation άμμου της καλλιτέχνιδος Κατερίνα Μπαρσούκοβα. Το πρόγραμμα κορυφώνεται με τη διάσημη μεσόφωνο Μαρκέλλα Χατζιάνο που συμπράττει ξανά με την Ορχήστρα στο λυρικό Ποίημα του έρωτα και της θάλασσας, για φωνή και ορχήστρα του Ερνέστ Σωσόν. Μια σύνθεση που αποτελεί ύμνο αλλά και θρήνο για τον ρομαντικό έρωτα και σύμφωνα με τη σολίστ καθοδηγεί «μια διαρκή, υπολανθάνουσα έντονη δραματικότητα». Η βραδιά ανοίγει με το Πρελούδιο στο απόγευμα ενός φαύνου του Κλωντ Ντεμπυσύ, δημιουργία που αποδίδει γοητευτικά την αινιγματική αιώρηση ανάμεσα στο όνειρο και την πραγματικότητα. Η γεμάτη καλειδοσκοπικές εικόνες συμφωνική σουίτα Σεχραζάντ του Νικολάι Ρίμσκυ-Κορσάκοφ κλείνει το πρόγραμμα, δίνοντας το παράδειγμα για μια ιδανική σύμπλευση εικόνων και ήχωνΔιευθύνει, ο αρχιμουσικός Νίκος Χαλιάσας.

Μέρος των εσόδων της συναυλίας θα διατεθεί για τους σεισμόπληκτους της Τουρκίας και της Συρίας.

Το πρόγραμμα με μια ματιά

ΚΛΩΝΤ ΝΤΕΜΠΥΣΥ (1862–1918)

Πρελούδιο στο απομεσήμερο ενός φαύνου

ΕΡΝΕΣΤ ΣΩΣΟΝ (1855-1899)

Ποίημα της αγάπης και της θάλασσας, για φωνή και ορχήστρα, έργο 19

ΝΙΚΟΛΑΪ ΡΙΜΣΚΥ-ΚΟΡΣΑΚΟΦ (1844–1908)

Σεχραζάντ, συμφωνική σουίτα, έργο 35

ΣΟΛΙΣΤ

Μαρκέλλα Χατζιάνο, μεσόφωνος

ΜΟΥΣΙΚΗ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ

Νικόλαος Χαλιάσας

ΣΥΜΜΕΤΟΧΕΣ

Κατερίνα Μπαρσούκοβα, animation άμμου

19:30
Δωρεάν εισαγωγική ομιλία για τους κατόχους εισιτηρίων

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ ΕΙΣΙΤΗΡΙΩΝ

Τιμές εισιτηρίων: 25€, 20€, 15€ και 8€ (εκπτωτικό)

Online αγορά εδώ

Το σχόλιο της σολίστ

Το Ποίημα της αγάπης και της θάλασσας είναι ένας μαγικός ύμνος/θρήνος της ψυχολογίας του ρομαντικού έρωτα και μια πρόσκληση να βιώσουμε μέσα από την μουσική και την ποίηση, ακραία συναισθήματα. Ερμηνευτικά και μουσικά το συναρπαστικό αυτό έργο ακροβατεί μεταξύ  λεπταίσθητου λυρισμού και έντονης δραματικότητας. Οι φωνητικές απαιτήσεις του έργου με εκστασιάζουν και συγχρόνως με οδηγούν σε μια καινούργια προσέγγιση πιο μεστή και εσωτερικά δυναμικά απελευθερωτική.

Η επιστροφή και σύμπραξη μου με την Κρατική Ορχήστρα Αθηνών με βρίσκει βαθιά συγκινημένη, γνωρίζοντας τη δυναμική που κατέχει δια μέσου των χρόνων και τη μοναδική της συμβολή στην ανάπτυξη και διατήρηση του μουσικού μας πολιτισμού.

Προσδοκώ σε μια εξαίσια σύμπλευση με την ορχήστρα, τον μαέστρο και το κοινό για την επίτευξη μιας ενεργειακά δυνατής μουσικής επικοινωνίας.

Το σχόλιο του μαέστρου

Μια μοναδική συναυλία. Η επάνοδος της εξαιρετικής μας Μαρκέλλας Χατζιάνο στην ΚΟΑ, με το ευαίσθητο ποίημα της αγάπης και του έρωτα του Σωσόν….και η πρώτη συνεργασία της Ορχήστρας μας με μια καλλιτέχνη άμμου. Μια μαγική συνύπαρξη επί σκηνής που θα συνεπάρει το κοινό μας, θα το ταξιδέψει στα βάθη της ανατολής, στα παραμύθια της Σεχραζάντ, αλλά και στις ιμπρεσιονιστικές ανταύγειες του απογεύματος του Ντεμπυσύ.

 

Για την ιστορία…

ΚΛΩΝΤ ΝΤΕΜΠΥΣΥ (1862 – 1918)

Πρελούδιο στο απόγευμα ενός φαύνου

Γραμμένο από το 1891 ως το 1894, το συμφωνικό αυτό έργο είναι εμπνευσμένο από το γνωστό ποίημα του μεγάλου Γάλλου συμβολιστή ποιητή Στεφάν Μαλαρμέ «Το απόγευμα ενός φαύνου» (1876). Στο ποίημα, ο αρχαίος ρωμαϊκός θεός των δασών σε μία κατάσταση μεταξύ ύπνου και ξύπνιου προσπαθεί να θυμηθεί μία συνάντησή του με όμορφες νύμφες που αντιστέκονται στο ερωτικό του κάλεσμα. Το Πρελούδιο του Ντεμπυσύ εκτελέστηκε για πρώτη φορά τον Δεκέμβριο του 1894 στο Παρίσι και αποτελεί έκτοτε εμβληματικό έργο του ιμπρεσιονισμού στη μουσική. Ένα αιθέριο σόλο του φλάουτου επαναλαμβάνεται και αναπτύσσεται με λεπτές αρμονικές αποχρώσεις και αισθησιακή ενορχήστρωση, στοιχεία που αποτυπώνουν τη ζεστή ατμόσφαιρα του μεσημεριανού ρεμβασμού αλλά κυρίως την αινιγματική αιώρηση ανάμεσα στο όνειρο και την πραγματικότητα.

ΕΡΝΕΣΤ ΣΩΣΟΝ (1855 – 1899)

Ποίημα του έρωτα και της θάλασσας, για φωνή και ορχήστρα, έργο 19

  1. Το άνθος των νερών
  2. Ιντερλούδιο
  3. Ο θάνατος του έρωτα

Γόνος εύπορης αστικής οικογένειας του Παρισιού, ο Ερνέστ Σωσόν έδειξε από νωρίς την κλίση του προς την Τέχνη, ιδίως την ποίηση, τη ζωγραφική και τη μουσική. Παρόλα αυτά, η οικογένειά του προσδοκούσε από εκείνον να σταδιοδρομήσει ως νομικός· πράγματι σπούδασε νομικά και για ένα μικρό διάστημα επιχείρησε να εργαστεί ως δικηγόρος αλλά σύντομα εγκατέλειψε το επάγγελμα για να αφοσιωθεί ολοκληρωτικά στη σύνθεση. Στους δασκάλους του στο Κονσερβατόριο του Παρισιού συγκαταλέγονται ο Ζυλ Μασνέ και ο Σεζάρ Φρανκ, που τον επηρέασαν (ιδίως ο δεύτερος) βαθιά. Κεφαλαιώδους σημασίας γεγονός για τη διαμόρφωση της προσωπικής του μουσικής γλώσσας υπήρξε πάντως η γνωριμία του με το έργο του Ρίχαρντ Βάγκνερ. Ο Σωσόν είχε την ευκαιρία να ακούσει τον Ιπτάμενο Ολλανδό, τον Πάρσιφαλ, τον Τριστάνο και το Δαχτυλίδι του Νίμπελουνγκ στο Μόναχο και στο Μπάιροϊτ μεταξύ των ετών 1879 και 1883 και οι μουσικές αυτές εμπειρίες επηρέασαν τόσο καταλυτικά το μετέπειτα συνθετικό του έργο, ώστε να θεωρηθεί ως ο πιο βαγκνερικός από τους Γάλλους συνθέτες.

Προς το τέλος των βαγκνερικών του «προσκυνημάτων» (1882), ο Σωσόν ξεκίνησε να συνθέτει το Ποίημα του έρωτα και της θάλασσας, για φωνή και ορχήστρα, το οποίο ολοκληρώθηκε το 1890 και αναθεωρήθηκε το 1893. Το έργο βασίζεται σε ποιήματα του Γάλλου ποιητή Μωρίς Μπουσόρ (1855-1929), φίλου του συνθέτη, ποίηση του οποίου ο Σωσόν μελοποίησε και σε αρκετές άλλες περιπτώσεις. Η πρώτη εκτέλεση του έργου δόθηκε με συνοδεία πιάνου (και όχι ορχήστρας) στις 21 Φεβρουαρίου 1893 στις Βρυξέλλες. Σολίστ ήταν ο Βέλγος τενόρος Ντεζιρέ Ντεμέστ, φίλος επίσης του συνθέτη, ο οποίος και τον συνόδευσε στο πιάνο. Λίγο αργότερα, τον Απρίλιο της ίδιας χρονιάς δόθηκε η πρεμιέρα του έργου στη συμφωνική του μορφή από την ορχήστρα της Εθνικής Μουσικής Εταιρείας της Γαλλίας υπό τη διεύθυνση του Γκαμπριέλ Μαρί και με σολίστ την υψίφωνο Ελεονόρ Μπλανκ. Το έργο δεν έγινε αποδεκτό με θέρμη από το κοινό, ούτε καν από τον αποδέκτη της αφιέρωσής του, τον συνθέτη Ανρί Ντυπάρκ, ο οποίος παρατήρησε στον Σωσόν ότι δεν είχε πετύχει κατά τη γνώμη του την κατάλληλη σύνδεση της μουσικής με τον ποιητικό λόγο. Για δεκαετίες το Ποίημα σπανίως εκτελείτο και μόλις μεταπολεμικά άρχισε να αναγνωρίζεται η αξία και η ομορφιά του. Είναι αλήθεια πως το ποιητικό κείμενο του Μπουσόρ είναι σχετικά κοινότοπο και δεν αποφεύγει τα ρομαντικά κλισέ της εποχής του – αλλά αυτή ακριβώς η αδυναμία της ποίησης είναι αντιστρόφως ανάλογη της δύναμης της μουσικής που κατορθώνει να διεισδύσει στα βάθη της ανθρώπινης ψυχής.

Η επιρροή του Βάγκνερ είναι ξεκάθαρη στο Ποίημα του Σωσόν, όχι μόνο στην έντονη χρωματικότητα της αρμονικής πλοκής αλλά κυρίως στην ίδια τη σχέση λόγου και μουσικής: ο ρόλος της ορχήστρας σε καμία περίπτωση δεν περιορίζεται στην απλή συνοδεία του τραγουδιστή. Αντίθετα, η πληθωρική (και εξίσου πληθωρικά ενορχηστρωμένη) συμφωνική σκέψη του συνθέτη αναδεικνύεται ως πυρήνας, ως μήτρα όλου του έργου. Ο ποιητικός, αδόμενος λόγος νοηματοδοτείται μόνο ως γέννημα, ως στιγμιαία αποκρυστάλλωση της βαθύτερης ουσίας που βρίσκεται διαρκώς στον ορχηστρικό «λόγο», χωρίς αυτό βεβαίως να σημαίνει πως η λυρική γραμμή αυτή καθ’ εαυτή στερείται ομορφιάς. Μία αισθαντική μελωδία ανοίγει το πρώτο τμήμα του έργου δίνοντας άμεσα ένα στίγμα θερμού λυρισμού, που επικρατεί σε όλη την πρώτη στροφή. Στη συνέχεια η ένταση κορυφώνεται, με τα έγχορδα και την άρπα να αποτυπώνουν μουσικά τον θαλάσσιο κυματισμό· εδώ, ο απόηχος του Πάρσιφαλ είναι ευδιάκριτος. Η τρίτη ποιητική στροφή συνδυάζεται με μία πιο μελαγχολική, νοσταλγική διάθεση, που κατόπιν δίνει τη θέση της σε αγωνιώδεις και πιο «σκούρες» μουσικές χειρονομίες, την ίδια στιγμή που η μελωδική γραμμή θυμίζει ένα σπαρακτικό ρετσιτατίβο. Ακολουθεί ένα σύντομο, αμιγώς ορχηστρικό ιντερμέτζο, με πρωταγωνιστές της νηφάλιας μουσικής εξέλιξης το φαγκότο και το σόλο βιολί. Το δεύτερο φωνητικό τμήμα ανοίγει με μία αχτίδα αισιοδοξίας, προτού ο λόγος στραφεί στα «νεκρά φύλλα». Βαρύθυμα, τα χαμηλόφωνα έγχορδα συνοδεύουν τις εικόνες του θανάτου του αγαπημένου προσώπου, ενώ λίγο μετά το σόλο βιολοντσέλο τραγουδά μία άνοιξη «θλιμμένη, που δεν μπορεί να ανθίσει». Ο πόνος του χαμένου για πάντα έρωτα κυριεύει το ποιητικό υποκείμενο – και ανάλογα η μουσική – οδεύει πένθιμα προς τη σιωπή.

ΝΙΚΟΛΑΪ ΡΙΜΣΚΥ-ΚΟΡΣΑΚΟΦ (1844 – 1908)

Σεχραζάντ, συμφωνική σουίτα, έργο 35

  1. Η θάλασσα και το καράβι του Σεβάχ του Θαλασσινού (Largo e maestoso, Lento – Allegro non troppo)
  2. Η αφήγηση του πρίγκιπα Καλαντάρη (Lento – Andantino)
  3. Ο νεαρός πρίγκιπας και η πριγκίπισσα (Andantino quasi allegretto)
  4. Η γιορτή στη Βαγδάτη – Η θάλασσα – Το ναυάγιο του καραβιού στα βράχια (Allegro molto – Lento – Vivo)

«Ο σουλτάνος Σαχριάρ, πεπεισμένος για την υποκρισία και την απιστία των γυναικών, ορκίστηκε να θανατώνει καθεμία από τις συζύγους του μετά την πρώτη νύχτα του γάμου τους. Αλλά η σουλτάνα Σεχραζάντ κατόρθωσε να σωθεί κερδίζοντας το ενδιαφέρον του σουλτάνου με τις ιστορίες της που κράτησαν χίλιες και μία νύχτες. Κυριευμένος από περιέργεια, ο σουλτάνος ανέβαλλε από μέρα σε μέρα την εκτέλεση της γυναίκας του, μέχρις ότου να εγκαταλείψει οριστικά το αιματηρό του σχέδιο.» Με τη γνωστή αυτή ιστορία ο Ρίμσκυ-Κόρσακοφ προλόγισε το συμφωνικό του έργο Σεχραζάντ, που γράφτηκε το καλοκαίρι του 1888 και εκτελέστηκε για πρώτη φορά στην Αγ. Πετρούπολη στις 3 Νοεμβρίου της ίδιας χρονιάς υπό τη διεύθυνση του συνθέτη. Η Σεχραζάντ. μαζί με το Ισπανικό Καπρίτσιο και την Εισαγωγή Μεγάλο Ρωσικό Πάσχα (έργα που γράφτηκαν μέσα σε ενάμιση περίπου χρόνο), αποτελούν τα τελευταία μεγάλα συμφωνικά έργα του συνθέτη, ο οποίος από εκεί και μετά και ως το τέλος της ζωής του αφοσιώθηκε στον χώρο της όπερας.

Η Σεχραζάντ είναι μία συμφωνική σουίτα εμπνευσμένη από την περίφημη συλλογή παραμυθιών Χίλιες και μία νύχτες, γνωστή και ως Παραμύθια της Χαλιμάς. Οι ρίζες των παραμυθιών βρίσκονται στην αρχαία και μεσαιωνική λογοτεχνία της Αραβίας, της Περσίας, της Αιγύπτου, της Μεσοποταμίας και της Ινδίας. Το αρχαιότερο σωζόμενο χειρόγραφό της συλλογής ανάγεται στον 16ο αιώνα, ενώ η πρώτη μετάφρασή του επί ευρωπαϊκού εδάφους έγινε από τον Γάλλο αρχαιολόγο και μελετητή των ανατολικών πολιτισμών Αντουάν Γκαλάν, εμφανιζόμενη σε δώδεκα τόμους που κυκλοφόρησαν από το 1704 ως το 1717. Τα παραμύθια αυτά ήταν εξαιρετικά δημοφιλή σε όλη την Ευρώπη και σίγουρα δεν εκπλήσσει το γεγονός ότι διήγειραν τη φαντασία του συνθέτη. Άλλωστε, ο ίδιος στα νεανικά του χρόνια, ως αξιωματικός του ρωσικού ναυτικού, είχε ταξιδέψει για πάνω από δυόμισι χρόνια (1862-1865) στη Μεσόγειο, τη Βαλτική, τις ανατολικές Ηνωμένες Πολιτείες και τη Βραζιλία. Αν κρίνει κανείς από τις γλαφυρές περιγραφές του συνθέτη για αυτό το ταξίδι στην αυτοβιογραφία του, φαίνεται ότι γέννησε μέσα του ειλικρινή αγάπη για τους εξωτικούς προορισμούς, ανεξίτηλη στο πέρασμα του χρόνου.

Τα τέσσερα μέρη της συμφωνικής Σουίτας Σεχραζάντ παρουσιάζουν καλειδοσκοπικά εικόνες από τα παραμύθια της Ανατολής και έχουν στενή, οργανική σχέση μεταξύ τους. Αυτή επιτυγχάνεται κυρίως με διαρκείς επανεμφανίσεις και μεταμορφώσεις των δύο κύριων θεμάτων, που παρουσιάζονται άμεσα με την έναρξη του έργου. Συγκεκριμένα το πρώτο, πομπώδες και απειλητικό θέμα στα χάλκινα πνευστά αποτυπώνει τη μορφή του ανελέητου σουλτάνου, ενώ το δεύτερο, ένα λυρικό σόλο του βιολιού υπό τη συνοδεία της άρπας, είναι η ηχητική απεικόνιση της ευφυούς και σαγηνευτικής Σεχραζάντ.

Σχετικά με τους επιμέρους τίτλους των μερών, ο συνθέτης διευκρίνισε εμφατικά πως με αυτούς θέλησε απλά να κατευθύνει διακριτικά τη φαντασία των ακροατών προς την ίδια κατεύθυνση με τη δική του, αφήνοντας συγκεκριμένες εικόνες και λεπτομερείς ιδέες στη βούληση και διάθεση του καθενός. Πολύ συνοπτικά, το πρώτο μέρος εμπνέεται από τις περιπέτειες του Σεβάχ στη θάλασσα, ενώ το δεύτερο από τον πρίγκιπα Καλαντάρη, έναν φτωχό περιπλανώμενο φακίρη, που αποδεικνύεται να έχει ευγενή καταγωγή (αντιπροσωπεύεται από ένα θέμα στο φαγκότο). Η διάσημη, αισθαντική μελωδία των εγχόρδων, που αν0οίγει το τρίτο μέρος, εκφράζει ειδυλλιακά τον έρωτα ενός πρίγκιπα και μίας πριγκίπισσας. Μετά από μία σύντομη ηχητική παρουσίαση του σουλτάνου και της γυναίκας του, στην αρχή του φινάλε, γρήγορα περάσματα γεμάτα νεύρο μας μεταφέρουν σε μία πολύβουη γιορτή στη Βαγδάτη· η ένταση κορυφώνεται αναπαριστώντας τη συντριβή ενός καραβιού στα βράχια και το έργο κλείνει ήρεμα, με το θέμα του Σαχριάρ να «υποτάσσεται» σε αυτό της γυναίκας του. Η Σεχραζάντ είναι στο σύνολό της υπόδειγμα ευφάνταστης ενορχήστρωσης, που υπογραμμίζει και επιτείνει τις δεδομένες αφηγηματικές αρετές της μουσικής του Ρίμσκυ-Κόρσακοφ.

Κοινοποίησε αυτό το άρθρο:

Περισσότερα άρθρα

Διαβάστε το τελευταίο τεύχος