Από τη Ζηνοβία (Τζίνα) Τσαντρίζου
Στόχος του σημειώματος σαφώς και δεν μπορεί να είναι η μια πλήρης προσέγγιση,
αλλά η αναφορά στη δυναμική του προβλήματος της Ενέργειας ως κρίσης που διαπερνά
και ξεπερνά την ελληνική επικράτεια με έμφαση στις νέες προκλήσεις και δυνατότητες.
Μία ερμηνεία περισσότερο ως ερέθισμα για περαιτέρω σκέψη, προβληματισμό και διάλογο.
Ενδιαφέρον παρουσιάζει ότι, σχεδόν ένα χρόνο πριν, περισσότερες από 40 χώρες δεσμεύτηκαν στη Διάσκεψη Κορυφής για την Κλιματική Αλλαγή COP 26 ώστε να σταματήσουν τη χρήση άνθρακα. Επίσης, η εν λόγω συμφωνία συνυπογράφηκε από εταιρείες και τράπεζες, ώστε να περιοριστεί η χρηματοδότηση έργων άνθρακα.
Πολύ σύντομα – αναπάντεχα για πολλούς, όχι όμως κατά άλλους – οι δραματικές εξελίξεις του πολέμου στην Ουκρανία και οι γεωπολιτικές αναταράξεις που αναδύθηκαν, επανάφεραν έναν ενεργειακό δυσεπίλυτο «γρίφο».
Η αναγκαία μετάβαση προς τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας με μικρή προς το παρόν δυνατότητα κάλυψης των αναγκών, σε συνδυασμό με τις χαμηλές τιμές των ορυκτών καυσίμων μέχρι και το πρόσφατο παρελθόν, οδήγησαν σε υπο-επενδύσεις σε ό,τι αφορά στην εκμετάλλευση κοιτασμάτων πετρελαίου και φυσικού αερίου. Αν προστεθεί και η ενεργειακή εξάρτηση από τη Ρωσία, εύλογα προκύπτει ότι ο ενεργειακός «γρίφος» απαιτεί ρηξικέλευθες παρεμβάσεις – σίγουρα δε σε ό,τι αφορά στον επιμερισμό του κόστους. Ποιος όμως θα επωμιστεί το κόστος; Το ερώτημα αυτό έχει πολλές διαστάσεις.
Μπορεί να απαντηθεί στη βάση της ρεαλπολιτίκ αλλά και της ηθικής. Αφορά στις ίδιες τις χώρες. Αφορά και στο εσωτερικό τους.
Πρέπει εν τέλει οι πολίτες να επιβαρυνθούν; Δεν έχουμε το περιθώριο. Χρειαζόμαστε τη στήριξή τους.
Αν όχι οι πολίτες όμως, τότε ποιος; Οι βιομηχανίες, το κράτος; «Δανειζόμενο» από το μέλλον; Και για πόσο ακόμη μπορούμε να βασιζόμαστε σε αυτά τα «δάνεια»;
Βέβαια, ως προς τη λύση, συνολικά, οι απόψεις διίστανται.
Η παράταση του πολέμου εγκυμονεί κινδύνους αποσταθεροποίησης και υπονομεύει την κοινωνική συνοχή. Ήδη έχει πρωτοφανή αντίκτυπο στις ευρωπαϊκές οικονομίες, περιορίζει την αναπτυξιακή δυναμική και ενισχύει τις αβεβαιότητες.
Κατά ταύτα, οι πρόσφατες εξελίξεις καθιστούν τη συνεργασία όχι απλά αναγκαία αλλά και επιτακτική. Στο εν λόγω πλαίσιο η Ευρώπη κινείται μεν ταχύτερα – δεδομένων των αγκυλώσεών της – προς την ενεργειακή απεξάρτηση, με τεράστιο κόστος δε, οικονομικό και κοινωνικό.
Στην κατεύθυνση αυτή η Ελλάδα ορθά μετατρέπεται σε έναν πολύ σημαντικό περιφερειακό κόμβο εισαγωγής φυσικού αερίου με έργα που – έχοντας και ευρωπαϊκή διάσταση – εντάσσονται στη στρατηγική της ΕΕ, όπως ο νέος σταθμός LNG στην Αλεξανδρούπολη.
Σε συνδυασμό με το υπόλοιπο πλέγμα στρατηγικών ενεργειακών υποδομών και αγωγών, η Ελλάδα καθίσταται περιφερειακός ενεργειακός κόμβος που συμβάλλει σημαντικά στην ενεργειακή ασφάλεια της ΕΕ. Παράλληλα, αυξάνεται η δυνατότητα αποθήκευσης LNG στη χώρα μας.
Η Ελλάδα ενισχύει την ενεργειακή ασφάλεια, αλλά ταυτόχρονα εισέρχεται δυναμικά στον τομέα της διαμετακόμισης από και προς τη Μεσόγειο αλλά και τις γειτονικές της χώρες. Η αυξημένη δυναμικότητα αποθήκευσης που σύντομα θα διαθέτει, τη θωρακίζει περαιτέρω, καθώς μειώνεται κατά αυτόν τον τρόπο η μεγάλη εξάρτηση της από το υφιστάμενο δίκτυο χερσαίων αγωγών.
Είναι αρκετό; Όχι, εκ του αποτελέσματος. Αλλά είναι προς τη σωστή κατεύθυνση.
Η ευρωπαϊκή πρωτοβουλία REPowerEU συμβάλλει επίσης θετικά. Σκοπός της, μέσω ενός πλέγματος δράσεων, η ταχεία απεξάρτηση της Ευρώπης από τα ορυκτά καύσιμα και η εγκαθίδρυση ανθεκτικότερου ενεργειακού μηχανισμού. Προς αυτήν την πορεία και με το βλέμμα στο μέλλον, νέες καινοτόμες τεχνολογίες δύνανται να προσφέρουν λύσεις, όπως ενδεικτικά αναφέρεται το υδρογόνο.
Νέες επενδύσεις επιβάλλεται να προωθηθούν, ώστε να υπερβούμε τις μεσοπρόθεσμες αλλά και μακροπρόθεσμες ενεργειακές προκλήσεις. Παρά ταύτα, είναι σημαντικό να υπάρξουν μηχανισμοί ελέγχου και συμμόρφωσης ως προς τις δεσμεύσεις.
Εκτιμάται ότι τα παραδοσιακά εργαλεία πολιτικής έχουν φτάσει στα όρια τους. Ο εχθρός είναι ο ίδιος μας ο εαυτός. Πώς μπορούμε να αναπλαισιώσουμε το αφήγημα της ενεργειακής πρόκλησης, ώστε να ξεπεράσουμε αυτό το εμπόδιο;
Αποτελεί πρόκληση για τους ανθρώπινους μηχανισμούς απόφασης και επιλογής. Η δημόσια πολιτική και η ιδιωτική πρωτοβουλία οφείλει να ξεπεράσει αυτούς τους περιορισμούς.
Να εστιάσει σε άμεσα αντιληπτές πτυχές της κρίσης και να αξιοποιήσει πολλαπλά συστήματα κινήτρων. Ομοίως, η δημόσια και ιδιωτική επένδυση πόρων έναντι της κλιματικής αλλαγής θα είναι αποδοτική μόνο εάν οι ενέργειες είναι ορατές σε όλους.
Οι παρεμβάσεις θα πρέπει να επικεντρωθούν σε προσεκτικά στοχευμένες ενέργειες, με μεγάλο αντίκτυπο στην κατανάλωση και στη μείωση των εκπομπών. Απαιτείται άμεσα να μειωθεί το παρατηρούμενο κενό μεταξύ πρόθεσης και πράξης, τόσο στην ατομική όσο και στη συλλογική επιλογή.
Όλοι μαζί μπορούμε να συνεισφέρουμε στον τρόπο με τον οποίο ένα σύγχρονο και δημοκρατικό κράτος μπορεί́ να επηρεάσει προς το συλλογικό αγαθό.
Οι νέες στρατηγικές οφείλουν να προσαρμοστούν ως προς τις προϋπάρχουσες αξίες, στάσεις και κίνητρα με μικρότερο κόστος.
Δεν είναι ούτε πολύ αργά, ούτε ανυπέρβλητο το πρόβλημα.
Μολονότι η αξία της προβολής του παρελθόντος στο μέλλον είναι περιορισμένη, η επισκόπησή του μας επιτρέπει αφενός να αξιολογήσουμε ορθότερα τις σημερινές δυσκολίες και αφετέρου να καταλήξουμε σε μία εγκυρότερη εκτίμηση για τη μελλοντική μας πορεία με τις αναγκαίες προϋποθέσεις.