Info: Ποια είναι η Τζίνα Τσαντρίζου
Κάτοχος πτυχίου Διοίκησης Επιχειρήσεων του University of Kent και με μεταπτυχιακό τίτλο σπουδών με διάκριση στη Διεθνή Οικονομία, Χρηματοοικονομική και Τραπεζική από το Cardiff University, άσκησε το επάγγελμα της οικονομολόγου και της αναλύτριας επί 20 συναπτά έτη στον τραπεζικό κλάδο.
Συμμετέχει ως μέλος σε όλες τις διεργασίες του Εμπορικού Βιομηχανικού Επιμελητηρίου Ηρακλείου – (ΕΒΕΗ) και στο International Chamber of Commerce – ICC Hellas, συνδράμει ενεργά στην προώθηση του ελεύθερου διεθνούς εμπορίου, ενώ στις δράσεις του ICC Women Hellas είναι υπεύθυνη για το τμήμα Βιομηχανίας στην Κρήτη.
Είναι ενεργό́ μέλος του «οικοσυστήματος» για την ενδυνάμωση της Γυναίκειάς Επιχειρηματικότητας και Ηγεσίας, με συμμετοχή́ σε επιχειρηματικά́ συνέδρια στο Μάρκετινγκ, την Επιχειρηματική Ανάπτυξη και την Αυτοβελτίωση. Επίσης, είναι μέλος του γυναικείου σωματείου «ΚΑΛΛΙΠΑΤΕΙΡΕΣ» και της Συντακτικής Επιτροπής του περιοδικού μας. Σήμερα, η κυρία Τζίνα Τσαντρίζου είναι Co-Founder & CEO, Super Creta Group και δραστηριοποιείται ως εκλεγμένο μέλος Δ.Σ. του ΣΕΒΠΗ και Υπεύθυνη Εξωστρέφειας.
Δεν είναι δυνατό να υπάρξει ανάπτυξη χωρίς πολιτισμό, αλλά και πολιτισμός χωρίς ανάπτυξη. Απαραίτητη προϋπόθεση είναι το μοντέλο της σύγχρονης ελληνικής πολιτιστικής διπλωματίας να αξιοποιεί και να αναδεικνύει όλα τα ειδικά χαρακτηριστικά της και να προάγει το κατάλληλο αφήγημα.
Ενδιαφέρον παρουσιάζει το γεγονός ότι, ενώ είναι αναγνωρισμένος ο παγκόσμιος ρόλος του ελληνικού πολιτισμού και τα χαρακτηριστικά που τον συνθέτουν, δεν είναι καθόλου προφανής η υιοθέτηση αποτελεσματικής στρατηγικής διαχείρισης του πολιτιστικού μας κεφαλαίου.
Δεν έχουμε καταφέρει να εργαλειοποιήσουμε στο μέγιστο την ιστορία και τον πολιτισμό μας ως μοχλό οικονομικής ανάπτυξης.
Η πολιτιστική διπλωματία, για να προβάλει με τον πλέον ενδεδειγμένο τρόπο την κληρονομιά και να προάγει τη σύγχρονη δημιουργία, προαπαιτεί τη συνεργασία όλων των φορέων και τη σύγκλιση της στρατηγικής τους.
Η ίδρυση της UNESCO το 1946 υπήρξε σταθμός και αποτέλεσε, μεταξύ άλλων, τον πρώτο φορέα διαχείρισης πολιτισμικού «κεφαλαίου» σε διεθνές επίπεδο.
Σήμερα πλέον, πολλές χώρες υπερθεματίζουν την πολιτιστική διπλωματία ως μέσο διείσδυσης, με κύριο σκοπό την εξυπηρέτηση και μεγέθυνση των οικονομικών και εμπορικών τους μεγεθών.
Τα πολιτιστικά αγαθά συνιστούν κομβικό παράγοντα στην ανάπτυξη της οικονομικής δραστηριότητας και η πολιτιστική διπλωματία είναι άμεσα και θετικά συνδεδεμένη με αυτήν. Αλλά και με πολιτικούς και διπλωματικούς στόχους, θα προσθέταμε.
Στην Ελλάδα συχνά διατυπώνεται η άποψη ότι ο πολιτισμός είναι η «βαριά βιομηχανία» της. Το αφήγημα αυτό αναδεικνύει τη σημασία του πολιτιστικού κεφαλαίου, στο πλαίσιο των διεθνών οικονομικών σχέσεων.
Ο πολιτισμός εκπροσωπεί την ιστορία και την ταυτότητα των μελών μίας κοινωνίας. Ενισχύει τη σταθερότητα μέσω της κατανόησης και της συνύπαρξης. Είναι όμως και πηγή εσοδών. Βέβαια, η θετική αξιοποίηση του πολιτιστικού κεφαλαίου ως μοχλού ανάπτυξης συνιστά σύνθετη διαδικασία.
Η περίπτωση της Ελλάδας έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον, λόγω της ξεχωριστής της θέσης παγκοσμίως και του εξ ορισμού συγκριτικού πλεονεκτήματος διείσδυσης που διαθέτει, αλλά η διεθνής πολιτισμική παρουσία της, όπως αυτή σχεδιάζεται και αξιοποιείται στρατηγικά, παρουσιάζει ίσως σημαντικές ελλείψεις.
Ενώ η χώρα μας έχει να επιδείξει ξεχωριστή πολιτιστική κληρονομιά, γίνεται εύκολα αντιληπτό ότι δεν έχει κεφαλαιοποιήσει στο μέγιστο αυτό τον «πλούτο», προκειμένου να κεφαλαιοποιήσει τη δυνητικά προκύπτουσα υπεραξία.
Στις σύγχρονες κοινωνίες το «πολιτιστικό κεφάλαιο» δύναται να εκφραστεί μέσα από ποικίλες μορφές. Ο πολιτισμός έχει αναδειχθεί ως φορέας ιδεών και αξιών αλλά και ως ευκαιρία προσέγγισης και διείσδυσης, υπερβαίνοντας τα παραδοσιακά όρια και ενισχύοντας την οικονομική και πολιτιστική επιρροή.
Σήμερα, το ενδιαφέρον γύρω από τα υλικά και άυλα πολιτιστικά αγαθά έχει ενταθεί, καθώς είναι φανερό ότι ενσωματώνει οικονομική και πολιτιστική αξία. Παρότι η «αξία» του πολιτισμικού κεφαλαίου είναι δύσκολο να αποτιμηθεί, συνδέεται τόσο με κλασικά οικονομικά όσο και με ποιοτικά χαρακτηριστικά των αγαθών, καθώς και με την υπεραξία των ιδεών και των αρχών που ενσωματώνονται σε αυτά.
Στη χώρα μας υπάρχουν ξεχωριστές πρωτοβουλίες και δράσεις προς αυτή την κατεύθυνση, τις οποίες οφείλουμε να αναδεικνύουμε. Με τις ενέργειές τους συμμετέχουν ενεργά και ενθαρρύνουν τη δημόσια συζήτηση για τον πολιτισμό και την υπεραξία της άυλης πολιτιστικής μας κληρονομιάς.
Η ανάπτυξη των δράσεων για τη διάδοση όλων των ιστορικών, πολιτιστικών και αξιακών στοιχείων ως διεθνές σημείο αναφοράς ευαισθητοποιούν την ελληνική αλλά και διεθνή κοινότητα.
Ο πολιτισμός και οι δράσεις του προσεγγίζονται από την πλειοψηφία των δρώντων και ως οικονομική δραστηριότητα. Συνιστά μια σύνθετη έννοια, με την οποία καθήκον μας είναι να εκφράζεται η θεσμική, ηθική, επιστημονική και κοινωνική πρόοδος.
Το ενδιαφέρον αυξάνεται επίσης, με δεδομένο ότι δημιουργεί δικαιολογημένες προσδοκίες σε ό,τι αφορά στη θετική τους συνεισφορά και στους δείκτες ανάπτυξης και απασχόλησης.
Ο πολιτισμός διαχρονικά αποτελεί ένα ισχυρό άυλο δημόσιο αγαθό κοινωνικού ενδιαφέροντος με σημαντικούς οικονομικούς πόρους. Ενσωματώνει ειδικά χαρακτηριστικά, τα οποία επιτρέπουν την αξιοποίησή του σε πολλαπλά επίπεδα.
Κατά ταύτα, υπάρχουν καινοτόμοι τρόποι να ενισχυθεί η αποτίμηση της αξίας των διάφορων πολιτιστικών εκφράσεων και συγχρόνως να οικοδομούνται στρατηγικές επενδυτικές επιλογές, δημόσιες και ιδιωτικές.
Απαραίτητη προϋπόθεση, το μοντέλο της σύγχρονης ελληνικής πολιτιστικής διπλωματίας να αξιοποιεί και να αναδεικνύει όλα τα ειδικά χαρακτηριστικά και να προάγει το κατάλληλο αφήγημα.
Δεν είναι δυνατό να υπάρξει ανάπτυξη χωρίς πολιτισμό, αλλά και πολιτισμός χωρίς ανάπτυξη.